Το πρώτο συναίσθημα που γεννήθηκε μετά την παρακολούθηση του Trashumpers ήταν ανησυχία. Είναι λογικό, αφού o σκηνοθέτης που έχει την ικανότητα να μεταβάλλει τα χρώματα με τα οποία θες να ζωγραφίσεις τη ζωή με τις ταινίες του, να γίνεται, φιλμ μετά το φιλμ, πιο αφαιρετικός. Δεν γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων αν υπάρχει πιθανότητα καθησυχασμού μπροστά στον κίνδυνο μη αναστρέψιμης αποδόμησης της σκέψης του. Η συνάντησή σου με το έργο είναι μετωπική σύγκρουση, με άγνωστο απολογισμό, σε ένα συνεχές μεταξύ θυμάτων και ευχαριστιών. Γιατί είναι σίγουρα άβολο να οδηγείσαι σε μια λεπτομερή περιπλάνηση μέσα στον ελεύθερο συνειρμό του σκηνοθέτη, με μια μικρή μόνο υποψία γραμμικότητας.
Η ταινία γίνεται δύσκολα κατανοητή και δύσκολα ανεκτή. Κοιμάται μέσα σε
κομμάτια σου που έχεις ξεχάσει και κάποια στιγμή, αγουροξυπνημένη, αρχίζει να
τεντώνεται νωχελικά και να θέτει το μυαλό της σε λειτουργία-και το δικό σου
επίσης. Η άμυνα είναι αυθόρμητη, όλοι θέλουμε να μαγειρευτεί, έστω και υποτυπωδώς,
το γεύμα που μας προσφέρει ο δημιουργός. Αν δε συμβεί αυτό, το σοκ μας
αποκλείει από κάθε διαδικασία εμπλοκής.
Θεματικές όπως η καταστροφή, η δημιουργία, η φτώχια, η παιδικότητα, η βία
και η σεξουαλικότητα, γνωστές από τα Gummo, Julien Donkey Boy,
αλλά και έμμεσα από το Elephant και το Kids,
επανέρχονται. Αλλά, εδώ είναι σαν να έχουμε τα αρνητικά των προηγούμενων φιλμ,
που σκέφτηκε ο δημιουργός να ανακυκλώσει και να αξιοποιήσει. Αντί για έφηβους,
βλέπουμε ηλικιωμένους να προβαίνουν σε βίαιες πράξεις, οι οποίοι θέλουν και
παραδόξως μπορούν να ξαναζήσουν την αναρχία της νιότης τους. Με παγανιστικό
τρόπο γεύονται τις χαρές της φύσης, στην κυριολεξία. Γιατί μας προκαλεί τέτοια
απέχθεια η συνουσία με ένα δέντρο; Μήπως γεννά ενοχή λόγω της γραφικής
απεικόνισης της αιμομικτικής ένωσης με τη μητέρα φύση; Τι σχολιάζεται εδώ; H απεγνωσμένη
προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου, ως άλλος Οιδίποδας, να ξαναενωθεί με αυτό
που έχει καταστρέψει; H έλλειψη χρονικής λογικής ακολουθίας μπορεί να σημαίνει πως,
αν μεταβάλλουμε τη σειρά της διήγησης, οι παππούδες θέλουν να ξαναενωθούν με
εκείνη που τους προσέφερε το χώρο να χορεύουν σε ρυθμούς απερίσκεπτου
πλεοναστικού βανδαλισμού και –άθελά τους(;) την θανάτωσαν.
Ξαφνικά, εκεί που οι περισσότεροι θεατές έχουν σκάσει στα γέλια με όσα
έκτροπα αντικρίζουν, με τεράστια έκπληξη και λίγο πριν ενδώσεις στην παρόρμηση
να εκτοξεύσεις κάτι στην οθόνη, πιάνεις τον εαυτό σου να αναγνωρίζει, προς το
τέλος, ποίηση. Δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί με λέξεις, αλλά τα ματωμένα παιδικά
παπουτσάκια, τα ρυθμικά τραγουδάκια που θρηνούν με αυτοσαρκασμό και οι
νυχτερινές λήψεις που προλαβαίνουν να λάμψουν πριν εξαφανιστούν, σου
υπενθυμίζουν πως πολλές φορές η δημιουργία δεν έχει ανάγκη την ερμηνεία.
Διαισθάνεσαι πως κάτι σπουδαίο συμβαίνει εδώ, αλλά ίσως δεν είσαι έτοιμος γι
αυτό. Ή απλά, εν τέλει, δεν αντέχεις την αποϊδανικοποίηση κάποιου που κάποτε
επαναπροσδιόρισε τον τρόπο να εκτιμάς και να αγαπάς ένα φιλμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου