Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Οι ξεχασμένοι γονείς (Los Olvidados)



Ο,τιδήποτε εκφέρει κανείς πάνω σε ένα αριστούργημα όπως το «Los olvidados»θα τον προδώσει. Οι εικόνες έχουν ήδη ακουστεί.
Μοιάζει, στο φιλμ αυτό, η φτώχια να προσωποποιείται, σαν ο μεγάλος Άλλος, με το οποίο κάθε κομμάτι από το ψηφιδωτό των ηρώων καλείται να συνδιαλέγει και να καθρεπτιστεί. Το υποκείμενο είναι η οργανική (και όχι αθροιστική) ενότητα από τις ατομικότητες που μας παρουσιάζονται. Καθρεφτίζεται άσχημο (χωρίς εμπεριέχον σχήμα) να μη βλέπει (τυφλός ζητιάνος), να μην ακούει και να μη μιλάει (σαγηνευτική μητέρα). Με ελλείψεις, επιθυμίες, πάθη. Οι γεννήτορες, ιδιαίτερα ως ζεύγος, είναι απόντες. Απουσιάζει η δυνατότητα το υποκείμενο να τους κλείσει μέσα του. Η έννοια της πυρηνικής οικογένειας είναι ακόμη σε επίπεδο μονοκύτταρου οργανισμού.
Αυτή η απουσία των γονιών, φυσική ή ψυχολογική, φαίνεται να αποτελεί ένα κύριο χαρακτηριστικό των εφήβων που καταλήγουν στο έγκλημα. Εκπλήσσουν οι ομοιότητες (σίγουρα συμπλέοντας με τις καταφανείς διαφορές, κυρίως λόγω πλαισίου), με τους έφηβους, όπως σκιαγραφούνται από τους εκπρόσωπους του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου (Gus Van Sant, Ηarmony Korine, Larry Clark). Σε όλες αυτές τις ταινίες είναι έντονη η παρουσία της ανέχειας και των δύσκολων συνθηκών ζωής. Οι γονείς φιγούρες μακρινές, απορριπτικές και κατακερματισμένες, καθρεφτίζουν ένα κράτος που δεν μπορεί να φροντίσει για τα στοιχειώδη, ανεξαρτήτως του σε ποιά εποχή αναφέρεται.
Πού βρίσκεται ο τροφός για το παιδί σε μια κοινωνία  σε αποσύνθεση, που αντί να συσπειρώσει την οικογένεια, την έχει απογυμνώσει από κάθε ανθρώπινη ποιότητα; Το παιδί εκπίπτει (;) σε οργανισμό χαμηλότερου δυναμικού. Βυζαίνει από το γαϊδούρι και νιώθει κανείς τη γεύση από το ξινό γάλα. Ο συνειρμός με το άλογο υπογραμμίζει την απουσία λογικής όταν παιδί και γονιός απογαλακτίζονται βάναυσα από επιλογή του τελευταίου ή ίσως τελικά της ίδιας της ζωής.
Το παιδί που θέλησε να ξεφύγει από το προκαθορισμένο, συναντά την εκδίκηση από το άλλο, εξίσου πονεμένο παιδί, με τους δυο τους τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και η φιγούρα του διευθυντή του αναμορφωτηρίου εισάγεται απλά για να μας υπενθυμίσει ότι ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη.
Η σεξουαλικότητα, είναι με υπόγειο τρόπο διάχυτη σε όλα σχεδόν τα  σημεία της ταινίας. Η αίσθηση που προκαλεί το όνειρο του παιδιού με τη μητέρα του είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί στο χαρτί. Έχουν άλλωστε, γραφτεί τόσα πολλά για τη σουρεαλιστική αξία της.

Το τέλος δεν αφήνει στο θεατή κανένα περιθώριο αισιοδοξίας (σε αντίθεση με το εναλλακτικό  που ανακαλύφθηκε πρόσφατα). Δικαιοσύνη δεν υφίσταται, όλοι είναι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τα διαφορετικά πρόσωπα ενός υποκειμένου, θύματος της φτώχιας που είναι πάνω από εκείνο, συντριπτική και αδυσώπητη. 

trailer

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Ανθρώπινες Μέρες






Με αφορμή μερικά εικοσιτετράωρα αφόρητης ζέστης, το Hundstage (Σκυλίσιες Μέρες) του Αυστριακού Urlich Seidl παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο ακραίες θερμοκρασίες  είναι δυνατό να αποτελέσουν αφορμή για ένα ξεγύμνωμα του πραγματικού είναι μερικών ανθρώπων. Το οξύμωρο σχήμα ενός καύσωνα στην Αυστρία είναι μόνο μια από τις αντιφάσεις που, προς μεγάλη της ευχαρίστηση, μας επιφυλάσσει η ταινία.
 Στα χνάρια του Haneke, γίνεται η διαπραγμάτευση των ορίων μεταξύ διαστροφής, απόλαυσης και βίας. Κάθε ήρωας επιθυμεί την επιστροφή στη ραστώνη και η ζέστη είναι  μόνο η αφορμή. Η διαδοχή δυνατών στιγμών αποτελεί μία χιονοστοιβάδα από αυτοσαρκαζόμενες περσόνες που περιφέρονται, αναζητώντας να ζήσουν την παροδική ηδονή και να αντιδράσουν στην ανία τους. Σαν η ζέστη με την αδράνεια που επιβάλλει να τους έριξε ένα κουβά κρύο νερό στο σώμα και να τους φωνάζει ότι είναι ευκαιρία να ζήσουν και να αισθανθούν.
Κανείς δεν κοιτά τον άλλο στα μάτια. Όλοι αποστρέφουν το βλέμμα, αφού για εκείνους η επαφή με τον άλλο αποτελεί αναδίπλωση στον εαυτό. Πέρα από τις ενίοτε ακραίες πρακτικές που έχουν τελικά αποτέλεσμα τον εξανθρωπισμό και το καθρέφτισμα του ενός στον άλλο, ακόμα και η απλούστερη λειτουργία, το σεξ, φαίνεται μια απελπισμένη διέξοδος στην ένταση. Από την άλλη, πολύ πιο ηδονικό μοιάζει το λίκνισμα σε μια κούνια στην παιδική χαρά. Όλοι, είτε τραγουδώντας το “La cucaracha”, είτε με δυο λουλούδια στο χέρι, είτε προσπαθώντας να εξαφανίσουν τα σημάδια του χρόνου, ή απλά ξεγελώντας τον αισθητήρα του parking του διπλανού, ψάχνουν ένα χαμένο παιδί. Μέσα τους ή κοντά τους.
Η εξωτερική ομορφιά μοιάζει απούσα. Τα σώματα είναι παρωδίες των κατόχων τους, παρόλο που κινούνται αυτάρεσκα, χαρίζοντας σουρεαλιστικές στιγμές, όπως για παράδειγμα η αμφισβήτηση του στερεοτύπου που θέλει μόνο καλλίγραμμες παρουσίες να εγείρουν τις αισθήσεις με το χορό τους. Όλοι είναι τόσο πραγματικοί, ενοχλητικοί και απαθείς, όσο είναι και οι ατάκες της αυτιστικής κοπέλας που αφήνει στους οδηγούς να επιλέξουν τον προορισμό της άρα και να αποφασίσουν για την ελευθερία της, με τίμημα να ακούσουν την αλήθεια που δε θέλουν να μάθουν ή να θυμούνται.



Στο τέλος, κανείς δε βρίσκει τη λύτρωση, το άλυτο κάθε επιμέρους ιστορίας σιγοβράζει και ο νους μας τρέχει πάνω-κάτω στις διαστροφικές διαδρομές όσων παρακολουθήσαμε, προσπαθώντας να τις φωτίσει. Τα σκυλιά που λιάζονται στις λουσμένες στο φως πισίνες υφαίνουν το μύθο του «Κυνόδοντα» και μας προετοιμάζουν γι αυτόν. 

Διαβάσατε περισσότερο