Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

The Tribe

Το φιλμ του Ουκρανού Myroslav Slaboshpytskiy δύσκολα προδίδει ότι πρόκειται για την πρώτη σκηνοθετική του δουλειά, αφού πέρα από το συναισθηματικό πάγωμα που προκαλεί, παραδίδει μαθήματα χτισίματος ατμόσφαιρας μέσα από την κινηματογράφησή του.

Καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας η σιωπή απλώνεται για να δώσει χώρο στην έκφραση με όλους τους υπόλοιπους δυνατούς τρόπους. Πέρα από ένα εκπαιδευτικό κομμάτι που εμπεριέχει, που σε γεμίζει με πληροφορίες ώστε να γνωριστείς καλύτερα με έναν άγνωστο κόσμο, αυτή η αισθητική επιλογή της έλλειψης ήχων και της παρουσίας τους μόνο σε καίρια σημεία, αποτελεί και τη μεγαλύτερη δύναμη του φιλμ. Ο θεατής που δε γνωρίζει τη νοηματική γίνεται εκείνος κωφός και προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον κόσμο που του ανοίγεται, για μια φορά και εκείνος στην άβολη θέση που έχουν ζεστάνει ταινίες όπως εκείνες του Χάνεκε και του Moodyson.


Τα όργανα και τα μέλή στα σώματα ανακατανέμονται και μπλέκουν τις αρμοδιότητές τους σε μία προσπάθεια να ακούσουν και να ακουστούν. Μία ιστορία φόβου και σοκ που εκπέμπει κραυγές σχεδόν από την αρχή μέσα από κινηματογραφικά μέσα όπως τα μακριά μονοπλάνα στα πρότυπα του ¨Ελέφαντα¨ του Gus Van Sant, που με ψυχαναγκαστική ακρίβεια αλλά και αποστασιοποίηση αποτυπώνουν τις πορείες των ηρώων. Με τους σχεδόν εφιαλτικούς φωτισμούς που εκ πρώτης όψεως φαίνονται νατουραλιστικοί αλλά είναι προσεκτικά μελετημένοι, σκιαγραφούνται οι ήρωες που λες και επειδή υποφέρουν τα αυτιά τους νιώθουν ασυνείδητα υποχρεωμένοι να επεκτείνουν αυτόν τον πόνο και στην υπόλοιπή τους ύπαρξη. 

Απελπισμένοι και απελπιστικοί έρωτες, όμορφες Μπουκοφσκικές πόρνες, το όνειρο για τη μετανάστευση και η εκμετάλλευση της σωματικής αδυναμίας, μαζί με το χτίσιμο ενός εγκλήματος είναι μερικά μόνο από τα θέματα που ακουμπά το φιλμ, μπλέκοντάς τα σε σεκάνς για πολύ γερά νεύρα.


Στον κόσμο του οικοτροφείου αυτού τα τζάμια είναι πλεονασμός και δεν προστατεύουν, παρά μόνο καθρεφτίζουν όλα όσα είναι ικανά να εμποδίζουν. Όλοι παίρνουν την ευκαιρία τους για να πέσουν με φόρα πάνω τους μήπως και υποχωρήσουν. Και ο ήχος των σωμάτων που σπάνε είναι, τελικά, το μόνο που μπορεί να έχει εδώ φωνή.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

En duva satt på en gren och funderade på tillvaron

O Roy Andersson χορεύει ένα βαλς με τον εαυτό του και παράλληλα με το συλλογικό ασυνείδητο, αφού πρώτα έχει κατακερματίσει αυτή την πρώτη ύλη σε διάφορους σχεδόν χάρτινα απροσπέλαστους χαρακτήρες. Οι δύο κεντρικοί ήρωες προσπαθούν να πουλήσουν πρωτοποριακά αξεσουάρ και ξεπουλούν με αυτόν τον τρόπο τη σχεδόν διεστραμμένη παιδικότητά τους. Κάτι για να ρουφάς, κάτι για να γελάς και κάτι για να θυμάσαι πώς είναι να φοβάσαι, μία τριάδα που εξανθρωπίζει.
Αν τα περιστέρια στοχάζονται, οι άνθρωποι σταματούν να σκέφτονται και τους ζητούν λίγο χώρο στο κλαδί δίπλα τους για να κάτσουν. Το άλογο μπαίνει με άνεση σε ένα καφενείο και κλαδιά αναρριχώνται ανήσυχα στους τοίχους των χάρτινων δωματίων των κάδρων, σα να προαισθάνονται την υλική μεταγραφή τους.


Τόσο οι χαρακτήρες όσο και τα κάδρα είναι στατικοί αλλά πάλλονται συνεχώς, με την απαλή φωτογραφία να αντισταθμίζει τη βιαιότητα των παραλογισμών που παρακολουθούμε. Ο πειραγμένος φακός της κάμερας τοποθετεί το θεατή σε μία αναγκαία απόσταση από τα πράγματα που την ορίζει ένα σουρεαλιστικό λαγούμι.
Το ιστορικό ενδιαφέρον της ταινίας είναι έντονο, καθώς οι σκηνές-μονόπρακτα εγκιβωτίζουν το παρελθόν στο παρόν δίνοντας την αίσθηση ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει από τη μία στην άλλη ιστορική στιγμή. Απλώς οι πολλές φωνές του τότε έχουν πια καταλάβει τους εαυτούς τους και έχουν συμπυκνωθεί σε μία φωνή που στοχάζεται όχι πιο έντονα από μία μπουρμπουλήθρα που φυσά μακριά ένα παιδί.
Πέρα από ένα σουρεαλιστικό ποίημα βαθιά ανθρώπινο, ο Andersson σκηνοθετεί μία πολιτική ταινία που κάνει μία διαδρομή αντίστοιχη ενός ανθρώπου που σου λέει μία ιστορία. Δε θα αισθανθείς ποτέ όπως αυτός και η λεπτομερής περιγραφή του στο νόημα της είναι τόσο εύθραυστη που σπάει από μια λέξη που δεν ταιριάζει. Έτσι παράδοξη είναι και η τροπή που παίρνει η ιστορία του κόσμου αυτού, παρόλο που όλοι ξέρουν ποιο είναι το αβλαβές.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ida

Η πρώτη ταινία που γυρίζει ο αγαπημένος από το My summer of love, Pawel Pawlikowski στη χώρα και στη γλώσσα του είναι ένα ασπρόμαυρο διαμάντι, που χαράζει πάνω στο σώμα της νεαρής πρωταγωνίστριας λέξεις όπως πίστη, Εβραίοι, Καθολικοί, εφηβεία, έρωτας, μητέρα, γυναίκα, φρίκη, γονείς, θάνατος. Το φιλμ έχει την άνεση να τις συζητήσει και να τις ανατρέψει, σβήνοντας τις βεβαιότητες τόσο απλά που νομίζεις ότι ήταν μόνο υδρατμοί στο μπάνιο της κοπέλας μετά από μία ένοχη πράξη.


Η φωτογραφία κάνει ένα βήμα πίσω, για να υπογραμμίσει σε ασπρόμαυρο χαρτί την ανάγκη της ηρωίδας να στρέψει το βλέμμα πίσω και να κοιτάξει το παρελθόν.   Η ασπρόμαυρη επιλογή διχοτομεί το χρόνο σε στιγμές πριν και μετά από αυτό το άγνωστο κάτι στην ιστορία της κοπέλας, και εκείνη καλείται να διαχειριστεί τη συνάντησή τους: το άγνωστο παρελθόν και το γνωστό, απόλυτα ελεγχόμενο από την πίστη παρόν. Η Ida επανεφευρίσκει το όνομά της, εντοιχισμένη στο υπέροχο τοπίο που δε δίνει απαντήσεις παρά εκείνες του θανάτου, με τα σώματα να είναι άλλοτε σύμβολα πίστης, άλλοτε σωροί, άλλοτε ευτελισμένοι τόποι ηδονής και άλλοτε απαγορευμένοι καρποί. Το στήσιμο των κάδρων είναι τέλεια ατελές, άλλοτε με τοπία από όνειρο και άλλοτε κόβοντας τα πόδια και τα πρόσωπα και μαζί τους τις προσδοκίες. Ταυτόχρονα η φωτογραφία εκπέμπει φωτιά μέσα από το χιόνι, με δείγματα αισθητικής του Wenders και του Jarmush να συναντούν μία Πολωνία που κρύβει το θάνατο αρκετά καλά.
Για άλλη μια φορά, όπως στο My Summer of Love, ο σκηνοθέτης πέρα από μία ιστορία ενηλικίωσης διηγείται την  αναμέτρηση δύο διαφορετικών-φαινομενικά- γυναικείων ιδιοτήτων: Τόσο η πίστη όσο και η αμαρτία έχουν καλυμμένο το κεφάλι τους για να προστατευτούν από την ιστορία τους. Η μία είναι το παρόν και ή άλλη το παρελθόν και όλο το φιλμ παλινδρομεί ανάμεσα στις δυο αυτές στιγμές, με το μέλλον να καθορίζεται, ουσιαστικά από την έκβαση της δυναμικής της σχέσης θείας και ανηψιάς.
Η Ida θέλησε να μάθει πόσα χέρια χρειάζονται για να ανοίξει ένα παράθυρο. Μοναχή και μόνη, θέλει να ξαναγυρίσει στο ασφαλές μέρος όπου νιώθει ότι έχει ξαναζήσει. Και μετρά το βάθος του, για να δει αν είναι πολύ ρηχή η μήτρα του θεού για να τη χωρέσει.

Διαβάσατε περισσότερο