Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

En duva satt på en gren och funderade på tillvaron

O Roy Andersson χορεύει ένα βαλς με τον εαυτό του και παράλληλα με το συλλογικό ασυνείδητο, αφού πρώτα έχει κατακερματίσει αυτή την πρώτη ύλη σε διάφορους σχεδόν χάρτινα απροσπέλαστους χαρακτήρες. Οι δύο κεντρικοί ήρωες προσπαθούν να πουλήσουν πρωτοποριακά αξεσουάρ και ξεπουλούν με αυτόν τον τρόπο τη σχεδόν διεστραμμένη παιδικότητά τους. Κάτι για να ρουφάς, κάτι για να γελάς και κάτι για να θυμάσαι πώς είναι να φοβάσαι, μία τριάδα που εξανθρωπίζει.
Αν τα περιστέρια στοχάζονται, οι άνθρωποι σταματούν να σκέφτονται και τους ζητούν λίγο χώρο στο κλαδί δίπλα τους για να κάτσουν. Το άλογο μπαίνει με άνεση σε ένα καφενείο και κλαδιά αναρριχώνται ανήσυχα στους τοίχους των χάρτινων δωματίων των κάδρων, σα να προαισθάνονται την υλική μεταγραφή τους.


Τόσο οι χαρακτήρες όσο και τα κάδρα είναι στατικοί αλλά πάλλονται συνεχώς, με την απαλή φωτογραφία να αντισταθμίζει τη βιαιότητα των παραλογισμών που παρακολουθούμε. Ο πειραγμένος φακός της κάμερας τοποθετεί το θεατή σε μία αναγκαία απόσταση από τα πράγματα που την ορίζει ένα σουρεαλιστικό λαγούμι.
Το ιστορικό ενδιαφέρον της ταινίας είναι έντονο, καθώς οι σκηνές-μονόπρακτα εγκιβωτίζουν το παρελθόν στο παρόν δίνοντας την αίσθηση ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει από τη μία στην άλλη ιστορική στιγμή. Απλώς οι πολλές φωνές του τότε έχουν πια καταλάβει τους εαυτούς τους και έχουν συμπυκνωθεί σε μία φωνή που στοχάζεται όχι πιο έντονα από μία μπουρμπουλήθρα που φυσά μακριά ένα παιδί.
Πέρα από ένα σουρεαλιστικό ποίημα βαθιά ανθρώπινο, ο Andersson σκηνοθετεί μία πολιτική ταινία που κάνει μία διαδρομή αντίστοιχη ενός ανθρώπου που σου λέει μία ιστορία. Δε θα αισθανθείς ποτέ όπως αυτός και η λεπτομερής περιγραφή του στο νόημα της είναι τόσο εύθραυστη που σπάει από μια λέξη που δεν ταιριάζει. Έτσι παράδοξη είναι και η τροπή που παίρνει η ιστορία του κόσμου αυτού, παρόλο που όλοι ξέρουν ποιο είναι το αβλαβές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάσατε περισσότερο