Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Re-thinking on Social Network

       


       Να λοιπόν που μία ήσυχη ταινία μπορεί να σε κάνει να την ξανασκεφτείς και να εργάζεται μέσα σου χωρίς καν να το καταλαβαίνεις..Και μια μέρα κάποιες ακόμη σκέψεις να ξεδιπλώνονται, μετά την απαραίτητη αποστασιοποίηση...Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η διεργασία για ένα φιλμ; Ίσως οτι είναι πολύ βαθύτερο απ'ό,τι θέλει να αποκαλύψει...
       Τα σημαίνοντα στο facebook απροκάλυπτα νοηματοδοτούν τον τύπο της επικοινωνίας που διαλέγει ο ήρωας για να συμπορευτεί με τους υπόλοιπους ανθρώπους...Ασφάλεια και αποκλεισμός (όροι κλειδί και για τις ρυθμίσεις απορρήτου) αποτελούν τις δύο πλευρές του τοίχου που υψώνεται ανάμεσα στο χρήστη και τους υπόλοιπους. Ο τοίχος προκαλεί να εκφράσουμε ο,τι αισθανόμαστε, πιστεύουμε, ακούμε, βλέπουμε απευθυνόμενος σε αυτόν, οξύμωρο εξ'ορισμού...Αποφεύγουμε το βλέμμα του άλλου και προστατεύουμε τον εαυτό μας, προσφέροντας ένα μέρος του στον άλλο, με έναν καθ'όλα(;) ελεγχόμενο από εμάς τρόπο. 
      Ο τοίχος είναι ο ενδιάμεσος χώρος που πρώτος ο πρωταγωνιστής ύψωσε για να βρει τη δύναμη να εκφραστεί. Πρώτα εκείνος, η κοπέλα, το pc, έπειτα εκείνος, ο φίλος του, το pc. Τέλος, εκείνος, ο φίλος του και ο Timberlake, επίπεδος συναισθηματικά όσο και ο υπολογιστής. Για να λειτουργήσει ο ήρωας και να επικοινωνήσει τα συναισθήματά του χρειάζεται ένα μεσάζοντα, που δεν είναι άνθρωπος αλλά δημιούργημά του, με όλα τα χαρίσματα της νοημοσύνης του αλλά απογυμνωμένο από το μεγαλείο των λεπτών παλμών από την ίριδα της ανθρώπινης ψυχής. 
     Η άμεση επικοινωνία χάνεται σε ένα βάλτο από παράδοξα (είναι, εν τέλει, φυσικό να μιλάς σε έναν τοίχο). Στο "βιβλίο των προσώπων" δεν επιθυμούμε να αποκαλύψουμε το πραγματικό μας πρόσωπο. Επιλέγουμε να αγνοήσουμε κάτι που μας πονάει ή να μεγεθύνουμε κάτι που σε άλλη περίπτωση δε θα ήταν δυνατό να προσέξει κανείς. Αυτός ο πειραματισμός μπορεί να είναι ευεργετικός...Αρκεί να ζωγραφίσουμε πάνω στον τοίχο και να μην ακούμε απλά την ηχώ από τον αντίλαλο της φωνής μας... 

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

La belle indifference των σύκων της Αθήνας





Κάθε οιωνεί περιπατητής βρίσκει κάτι από τον εαυτό του στα μακριά παντελόνια του Κουρή, ποτισμένα από ζουμιά, μυρωδιές και τον αλητεύοντα αέρα της πόλης. Ανακαλύπτει το αυτονόητο, επιμηκύνει μία τυχαία συνάντηση και χαμογελά χωρίς αντάλλαγμα. Όλα όσα ένας συγγραφέας θέλει να πει τα βάζει στις μπουκιές του ήρωα, στα χέρια, στα πόδια του και πολύ λιγότερο στη φωνή του. Το πιο φαιδρό είναι ότι τίποτα απ’ο,τι συμβαίνει στην ταινία δε σου φαίνεται σουρρεαλιστικό, αφού το έχεις ήδη ζήσει.
Τι φοβάται; Τι μπορεί να κάνει τον συγγραφέα μας να καταφεύγει σε τραγελαφικά δρώμενα; Μήπως το ότι καταφέρνει να επιβιώσει μια χαρά στην ταλαιπωρημένη πόλη μας; To οτι απενοχοποιημένα χορεύει με τις πιο βρωμερές λέξεις και τις σκέψεις που τις υποδεικνύουν; την ίδια στιγμή που αυτολογοκρίνεται για το καλό του ύπνου των αναγνωστών του;



Επιτρέπει στον άλλο του εαυτό όλα για τα οποία η εκλεπτυσμένη φύση του τον κάνει να αποφεύγει. Μία γλυκιά ανάμειξη ζωής και θανάτου που συμβιώνουν μέσα του. Παράλληλα, τα γλωσσικά παιχνίδια του συγγραφέα μοιάζουν με κουτσό στις πλάκες του πεζοδρομίου για να αποφύγει τους αρμούς. Λεκτικές ακροβασίες που εκπλήσσουν τον αναγνώστη,  με αμφίβολα τελολογικό χαρακτήρα. Το άκουσμά τους περιβολή που κολακεύει το συγγραφέα και του θυμίζει να δείξει γενναιοδωρία  αφήνοντάς μας τις λέξεις του δώρο.
            Λίγο πιο πέρα η Αθήνα μπορεί να καίγεται, αλλά ο περιπατητής μας επικαλείται τα μάρμαρα στο Καλλιμάρμαρο για να διαφυλάξει τη πολυτέλεια της αδιαφορίας του. Τότε είναι στην ουσία που η απουσία λέξεων φωνάζει, στην πραγματικότητα, ότι δεν αντέχει άλλο την ασχήμια, φορώντας ένα δροσερό μανδύα από την επαφή με τα μάρμαρα που τυλίγεται ως περίβλημα, κάνοντας τον περιπατητή να αποπνέει λίγη ψύχρα παραπάνω από το αναμενόμενο.
Προσπαθεί να προφυλαχτεί από τα φρούτα που πέφτουν γύρω του διάσπαρτα και αντί να τα πετάξει προς πάσα κατεύθυνση επιτρέπει στον εαυτό του να τα γευτεί. Και τελικά εκτιμά την παροδική ευτυχία της μπουκιάς του σύκου, που κλείνει μέσα της όλες τις ακολουθίες λέξεων του κόσμου. 


Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Αναμνήσεις μιας αίσθησης




Η πρώτη εντύπωση για την «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» του Nagisa Oshima, κλεμμένη πολλά χρόνια πριν, συναντάται με μια πιο πρόσφατη παρακολούθηση.  Επομένως, οι παρακάτω σκέψεις είναι απόσταγμα θραυσμάτων από εικόνες αποτυπωμένες σε μία εποχή όπου η προκατάληψη για την πορνογραφική του έργου υπερίσχυε της καλλιτεχνικής της αξίας, τουλάχιστον αρχικά, ως αφορμή για να δει κανείς ένα περιβόητο φιλμ. Από την άλλη, επιβάλλεται μια εκ νέου θέαση, μετά τη συνειδητοποίηση ότι η πορνογραφική εικόνα υπάρχει όσο την περιμένει μια ηδονοβλεπτική ματιά. Οι όποιες γαστρονομικές παρεκκλίσεις είναι το λιγότερο που μπορεί να σοκάρει το θεατή. Αυτό που πραγματικά διστάζεις να συνειδητοποιήσεις είναι η ακρότητα. Παρακολουθείς δύο θηρία να παλεύουν, των οποίων η κοινωνία έχει φιμώσει τη φωνή.
Από την αρχή της ταινίας, ο σκηνοθέτης τοποθετείται ως προς την κοινωνική εικόνα της γυναίκας που θα αρχίσει να ασκεί ακαταμάχητη εξουσία στον άντρα: είναι μία πόρνη και μοιάζει, στο μυαλό του Ιάπωνα, μόνο μια τέτοια να μπορεί να διακατέχεται από μια άσβεστη ορμή για σαρκική ένωση. Ζητά την άδεια του άντρα, μόνο εκείνος είναι αρμόδιος να νομιμοποιήσει το πάθος της. Είναι ένα τεκμήριο της ανεξέλεγκτης ενοχοποίησης και υποτίμησης της γυναικείας φύσης στην ιαπωνική κοινωνία. Η σεξουαλική οντότητα της ενσαρκώνεται ουσιαστικά από το πλευρό του άντρα, χωρίς εκείνον είναι μισή και αφημένη στην ένοχη επιθυμία της.
Ένα σημαντικό διακύβευμα της ταινίας είναι το κατά πόσο εκείνη θα είναι το αντικείμενο, εξάρτημα του άντρα, προς χρήση για την αντρική απόλαυση, ή μια αυτόνομη σεξουαλική οντότητα. Όπως το μαχαίρι, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κόψει ή να σκοτώσει, έτσι κι εκείνη επιλέγει να εκδικηθεί και να επιδείξει το τρόπαιό της με απελπισμένη περηφάνια. Η αγέρωχη συμπεριφορά του άντρα και η αυταπάτη του για τη βέβαιη επανειλημμένη υποταγή της γίνονται βορά στις σειρήνες που απαιτούν εκδίκηση και εναλλαγή της θέσης της στην τροφική αλυσίδα.
Επίσης, οι μητρικές φιγούρες είναι παρούσες καθόλη τη διάρκεια του φιλμ. Ταυτίζονται με πόρνες, κάτι που ίσως  να φανερώνει τη θέση της ανεξέλεγκτης ενοχοποίησης και υποτίμησης της γυναικείας φύσης στην μυστικοπαθή ασφυκτική ιαπωνική κοινωνία. Ένα ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί, ως προς το αιματηρό, για τον άντρα φινάλε, είναι ποιά πρωτόγονη αιμομικτική φαντασίωση τιμωρείται και πόσο έντονη είναι αυτή ώστε για να ξεπλυθεί να κρίνεται επιβεβλημένος ο πραγματικός ευνουχισμός και όχι ο συμβολικός. Δηλαδή, αντί στο τέλος ο πρωταγωνιστής να χάνει τα χρήματα ή τη δύναμή του να πρέπει να απεικονιστεί με λεπτομέρεια στο σώμα του η απώλεια ισχύος. Ο άντρας φαίνεται να έχει ταυτιστεί  με μία παντοδύναμη μητέρα, ίσως, λοιπόν,  να είναι ενεργή μια φαντασίωση ένωσης μαζί της, παράλληλα με μια παρουσίασή της στον καμβά του μυαλού του ως πανίσχυρη και ανυπέρβλητη.
Οι γαστρονομικές αναφορές υπογραμμίζουν την πρωτόγονη καθήλωση της σχέσης αυτής σε ένα στοματικό επίπεδο. Ο άμεσος συνειρμός που συνοδεύει αυτή τη σκέψη οδηγεί στο “Symbol”, όπου οι παραπάνω έννοιες ξαναζεσταίνονται με χλιαρό αποτέλεσμα σε λευκό φόντο, χωρίς ο συνειρμός αυτός να είναι προς στο στάδιο του να είναι έτοιμος να αποδοθεί περαιτέρω λεκτικά. 





Μήπως, τελικά, επειδή ο Ιάπωνας στην καθημερινή του ζωή είναι εκ προοιμίου ευνουχισμένος, η τέχνη παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, δίνοντας του την ευκαιρία, έστω και για λίγο να ζήσει το πάθος και τη θέωση για να του υπενθυμίσει έπειτα την τραγική του μοίρα;
        Η τελευταία σκηνή θυμίζει την αυτοτιμωρία της αιμομιξίας σε μια πρωτόγονη φυλή, όπου ο άντρας που προέβη σε μια τέτοια πράξη αφού αυτό-ευνουχιστεί τρέχει προς τη Δύση. Μόνο που εδώ δε δίνεται η ευκαιρία καν στον ήρωα να ζήσει για να έχει την εμπειρία της πραγματικότητας του ευνουχισμού και να εξιλεωθεί, λόγω ίσως της συνέπειας του σκηνοθέτη ως προς την κοινωνία που τον γαλούχησε. 

Διαβάσατε περισσότερο