Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Fatal


Ο Σουνγκ-γκονγκ παλεύει με τους δαίμονές του, που τον επαναφέρουν συχνά στη συμμετοχή στον ομαδικό βιασμό μίας κοπέλας, υπαγορευμένη από τους κακοποιητικούς συμμαθητές του. Όταν, στα 18 του, τη συναντά ξανά, προσπαθεί να εξιλεωθεί.

Αν και η πρώτη ταινία του Lee Don-ku, το Fatal στέκεται με ωριμότητα πλάι στα υπέροχα δείγματα από το κορεάτικο σινεμά που μας έχει προσφέρει ο Chan-wook Park (Oldboy) ή Hong-jin Na (Chaser). Η ταινία, πέρα από μία ακόμη ιστορία εκδίκησης (τόσο προσφιλές θέμα στον ασιατικό κινηματογράφο) είναι μία βουτιά στον ανθρώπινο ψυχισμό, και μάλιστα αναίμακτη για το μάτι (εδώ δεν υπάρχει η άκρατη βία που πολλές φορές ταράζει την αισθητική), αλλά που σίγουρα ματώνει την ψυχή.

Δένονται αρμονικά η εφηβεία, η σεξουαλικότητα, η σκοτεινιά που περιβάλλει έναν ήρωα που ακροβατεί ανάμεσα στην ανθρωπιά και στην ψυχοπάθεια με κλωστή την όμορφη φωτογραφία, τους απόλυτα ταιριαστούς ρυθμούς στο μοντάζ και την απουσία κάθε προσπάθειας εντυπωσιασμού, αφού τα απλά μέσα του φιλμ είναι αρκετά για να σε κάνουν να ανατριχιάσεις. Πλανάται στην ατμόσφαιρα και η έννοια της διαίσθησης, αφού δίνεται, με νατουραλιστικό τρόπο, χώρος στο μεταφυσικό στοιχείο.

Δύο σκηνές ανθολογίας, όπως εκείνη στην εκκλησία, και όσες παίζουν με το φως φακών και κεριών στο σκοτάδι (πραγματικά αριστοτεχνικές) χαράζονται σα βίωμα στο θεατή, όπως και η κορεάτικη παροιμία “Λένε ότι οι γυναίκες είναι θάλασσα και οι άντρες βουνά”. Κάποιοι όμως ανεβαίνουν τη θάλασσα και βυθίζονται στα βουνά, για να αποδράσουν από τις τύψεις που τους κυνηγούν. 

Πρώτη Δημοσίευση στο Move it

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Ober

O Εdgar εργάζεται ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο και η ζωή του δεν είναι καθόλου εύκολη, αφού καλείται να αντιμετωπίσει ένα σωρό απίθανες καταστάσεις που περιλαμβάνουν τις γυναίκες της ζωής του, ανθρώπους του υποκόσμου και τον ίδιο του τον εαυτό. Όλα αυτά υπαγορεύονται από την πένα του συγγραφέα που γράφει το σενάριο της ζωής του, το οποίο αλλάζει συνέχεια, μέσα από τις παρεμβάσεις της κοπέλας του, δημιουργώντας συνεχείς ανατροπές.



Κανένα έλεος για τον κεντρικό ήρωα του Ober, που ενσαρκώνει ο αγαπημένος σκηνοθέτης Alex Van Warmerdam, πλάθοντας μέσα-έξω έναν ήρωα ανθολογίας, με παροιμιώδη αντοχή στις κακουχίες ,σε μία από τις πιο απολαυστικές μαύρες κωμωδίες όλων των εποχών.

Μέσα από τη, σταθερά, υπέροχη κινηματογράφηση και τις άρτιες ερμηνείες, τα πάντα μπορεί να συμβούν σε αυτό το φιλμ. Μία-δύο ευφυέστατες σκηνές μένουν αξέχαστες, όπως η ανδρόγυνη γιαγιά που προμηθεύει στον ήρωα αργά και βασανιστικά ένα τόξο, ή τα αποτελέσματα που έχει στο λαρύγγι του ένας υπνάκος που παίρνει ο συγγραφέας.

Πέρα από το ότι η παρακολούθηση αποτελεί μία ξεκαρδιστική εμπειρία, το γεγονός πως ο,τι συμβαίνει γίνεται απλώς για να συμβεί, βάζει το θεατή στο χαοτικό σύμπαν του σκηνοθέτη. Εκεί, το νόημα είναι ακριβώς ότι τίποτα δεν έχει πραγματικά νόημα και αυτό είναι αστείο και παράλληλα λυτρωτικό. 

 

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Συναισθηματική εκπαίδευση

Το να παρατηρείς είναι να συμμετέχεις






Η Άουρεα είναι μία γυναικεία φιγούρα που, από το ρόλο της δασκάλας μυεί ένα νεαρό αγόρι σε έννοιες και αισθήσεις πρωτόγνωρες, μέχρι που ανοίγουν κάποια κουτιά του παρελθόντος, στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίωσης. 

Mια ταινία που κινείται με μεγάλη χάρη στα όρια του πειραματισμού και της πρωτοπορίας. Ο Ζούλιο Μπρεσάνιε υποδεικνύει τα βήματα ενός άβολου, σωματικά χαοτικού χορού μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Θα μπορούσε να πρόκειται για έναν τρυφερό “Κυνόδοντα”, μία περφόρμανς όπου ο ένας είναι διάφανος για τον άλλον, και ταυτόχρονα όσο πιο παρών γίνεται. Οι δύο άνθρωποι μεγαλώνουν τους εαυτούς τους. 
 
Εδώ το βλέμμα δεν έχει σημασία για το σχετίζεσθαι. Εδώ μετρά το αυτί. Η ανοιχτότητα στην ευαισθησία υμνείται, παρέα με αναζητήσεις αισθητικής, με την ταινία μέσα στην ταινία, το πλάνο μέσα στο πλάνο, αλλά και φιλοσοφικές, υπό το φως της διττής, ερμαφρόδιτης φύσης της σελήνης, που υποδέχεται αλλά και απευθύνει ενέργεια ταυτόχρονα. 

Ο σκηνοθέτης είναι παρών, όχι με μία κάμερα που τρέμει (όπως πολλοί πρωτοπόροι), αλλά χαϊδεύοντας τα παραπετάσματα που μας χωρίζουν από τους πρωταγωνιστές και με την ηδονοβλεπτική τάση του για συγχώνευση να εκφράζεται πρώτα με λόγια, αλλά μετά να ενδυναμώνεται από τα ίδια τα κάδρα. Όπως ακούγεται στο φιλμ: “Το να παρατηρείς είναι να συμμετέχεις”. 

“Οι αναπνοές γίνονται οι σεισμογράφοι των ασυνειδήτων” και η αναδυόμενη παιδικότητα επιβιώνει, στα όρια πειραματισμού και επιτήδευσης, στα όρια αρσενικού και θηλυκού, ή καλύτερα, στο περιθώριό τους. 


Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Blind

Τι συμβαίνει όταν ένας σκηνοθέτης έχει κουραστεί να βλέπει προβλέψιμες ταινίες από άλλους και ταυτόχρονα διαθέτει ευαισθησία προς τους ανθρώπους που είναι τυφλοί; Δημιουργεί ένα φιλμ σαν το Blind.



Από την αρχή μέχρι το τέλος του, το φιλμ του Eskil Vogt από τη Νορβηγία, μετά και το Sundance, (θυμηθείτε τον από το σενάριο του Oslo, 31 Αυγούστου, και πάλι με την εμπλοκή του ανηψιού Τρίερ και σκηνοθέτη του Oslo στο project- http://www.moveitmag.gr/movies/reviews/new_movies/oslo_31august#.Uv8rdIVZ-Uk) παίζει με το μυαλό αλλά και την οπτική γωνία και ικανότητα του θεατή.

Το σοκ είναι καλό” υποστηρίζει ο σκηνοθέτης και σε αυτό το φιλμ είναι αυτοσκοπός. Μια νεαρή γυναίκα έχει χάσει την όρασή της ( η Ellen Dorrit Petersen είναι αρκούντως creepy και σπασμένη)
και το μυαλό της γίνεται...υπερβολικά δημιουργικό ως προς την ανάπλαση της πραγματικότητας, που περιλαμβάνει τον άντρα της, μερικούς kinky ηδονοβλεψίες-alter ego της (οι ηθοποιοί τους ενσαρκώνουν ιδανικά) και τον επαναπροσδιορισμό του χώρου γύρω της. Αν και το αλάτι και το πιπέρι της υπόθεσης προστίθεται αρκετά νωρίς, κλείνει με γενναιοδωρία το μάτι στο θεατή, αφήνοντάς τον να απολαύσει τις συνεχείς ανατροπές. Η κάμερα κοιτά την ηρωίδα κομματιασμένα και αποσπασματικά, διευρύνοντας τα οπτικά πεδία της και δημιουργώντας νέα απτικά.

Σκηνοθετικά υπερτονίζονται με διάφορους πρωτότυπους τρόπους οι άλλες αισθήσεις, και νιώθεις σαν να έχεις υποχρεωθεί σχεδόν σαδιστικά να είσαι συνεχώς πίσω από το κεφάλι της πρωταγωνίστριας και να τη βοηθάς να βρει το δρόμο της. Η έμφαση στην απτική πλευρά της εικόνας ανατρέπει λεπτό το λεπτό το κλίμα που αιωρείται, ενώ το μοντάζ συνεχώς γκρεμίζει ο,τι έχει χτίσει, με την άνεση αυτού που ξέρει ότι μπορει να δημιουργήσει από το μηδέν ανά πάσα στιγμή, αφού η μνήμη του έχει αρχίσει να τον προδίδει. Έτσι αγγίζεται βιωματικά μία πτυχή της ψυχολογίας ενός τυφλού και ανατρέπονται τα στερεότυπα που μπορει να του αποδίδονται.

Τα καθαρά νορβηγικά πλάνα και τοπία με το φως τους κρύβουν αρκετό σκοτάδι και η τυφλότητα ίσως καμιά φορά να είναι ο μοναδικός τρόπος να το αντέξεις, στοιχειωμένος από ένα soundtrack που αναζητείται ακόμη.


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Quand Sisyphe se révolte

(...)
I was a vision
in another eye
and they saw nothing
no future at all
yet I was free
I needed nobody
it was beautiful
it was beautiful
(…)”


Patti Smith
(Α Wing- κομμάτι που γράφτηκε για τον Albert Camus)



Ο Καμύ υπήρξε καταρχάς ελεύθερος, και το συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ του Abraham Segal
λεκτικοποιεί κατά κύριο λόγο κάθε πτυχή αυτής του της ποιότητας, με τη βοήθεια ευαίσθητων εικόνων.
Γύρω από τον τάφο του σπουδαίου συγγραφέα και κυρίως σημαντικού φιλοσόφου χορεύουν ιδέες που μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για αλλαγή νοσηρών νοοτροπιών. Μέσα από την ωμότητα της γραφής του, που δεν αποτρέπει τη βρώση των ιδεών αλλά ενθαρρύνει το μαγείρεμά τους, το φιλμ παραδίδει την υποκειμενική του πραγματικότητα, με το ένα πόδι να πατά στον κόσμο και με το άλλο στο αιθέρα.
Στα πλαίσια του ντοκυμαντέρ μιλούν πολλοί σημαντικοί άνθρωποι, μελετητές του αλλά και η κόρη του, επιχειρώντας εμπεριστατωμένες τοποθετήσεις σχετικά με τη φιλοσοφία του και τη ζωή του. Ανατέμνονται οι έννοιες του φόβου, στην ουρά του οποίου κάθεται η σιωπή και κοιμάται η ουσιαστική επικοινωνία, της ελευθερίας ως βασικής αρχής της ζωής, το πρόβλημα του χρόνου που ο συγγραφέας αντιμετώπισε με τον ά-χρονο τρόπο γραφής του αλλά και της βίας σε σύνδεση επανάστασης. Με το έργο του ο Καμύ αναπλαισίωσε το μαρτύριο του να ζεις, θεωρώντας την ψυχή και το σώμα ως μία αδιάσπαστη μονάδα και διατεινόμενος πως “Μέσα σε κάθε όχι υπάρχει ένα ναι”.
Το ντοκυμαντέρ ρίχνει φως και στην “ελληνική καρδιά” του φιλοσόφου, με γυρίσματα στην Ελλάδα, και μέσα από το λόγο σπουδαίων θεωρητικών όπως ο Χρήστος Γιανναράς, αναλύοντας το θέμα της οικονομικής κρίσης, όπως ίσως θα το έκανε ο ίδιος. Οι μετανάστες είναι σύγχρονοι Σισσύφοι που επιδίδονται, όπως άλλωστε και η γενιά των 30 κάτι σε “ανώφελη, χωρίς ελπίδα εργασία”.
Πάνω απ' όλα, όμως, η καρδιά του Καμύ ήταν ανέκαθεν στην Αλγερία, ανοιχτή πληγή για εκείνον που δεν έχει κλείσει ακόμα.
Ένα μάθημα φιλοσοφίας που μας φορά προστατευτικές μάσκες τραγωδίας, ώστε να κάνουμε τους δικούς μας συλλογισμούς απερίσκεπτοι. Ίσως έτσι οδηγηθούν κάποιοι στην επιθυμία για επανάσταση, ώστε από Σίσσυφοι να γίνουν φτερά. 

Πρώτη Δημοσίευση στο Μove it 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Class Enemy

Hey Teachers, Leave those kids alone! 




Ένα σχολείο στη Σλοβενία συν-κλονίζεται από την άφιξη ενός αυστηρού καθηγητή των Γερμανικών και λίγο αργότερα την αυτοκτονία μίας μαθήτριας, σε ένα κινηματογραφικό σχολιασμό της εκπαίδευσης που εύστοχα δεν παίρνει θέση, αφού η απόσταση από την έδρα στα θρανία είναι πολύ πιο μικρή απ' όσο φαίνεται.

Ο Εξαιρετικός Κύριος Λαζάρ βρίσκει εδώ τη Σλοβένικη την απάντησή του, από τον Rok Bicek. Tο πένθος , με όποια, συμβολική ή πραγματική μορφή απλώνεται, στο σχολείο, είναι ένα θέμα που φαίνεται να πυροδοτεί τη δημιουργία πολλών φιλμ (από τον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών, μέχρι το Pic Nic at Hanging Rock, το Elephant ή το Bully) και εδώ προσεγγίζεται από μία εύστοχη οπτική, σύμφωνα με την οποία θύτης και θύμα στην καταστροφή δεν υπάρχουν.

Στο Class Enemy τα κινηματογραφικά μέσα με επίκεντρο την εικόνα περιορίζονται και το νόημα αποδίδεται μέσα από τις λέξεις. σε μία καταγραφή σχολικών δυναμικών, όπου οι σχέσεις απλώς συγκαλύπτουν το θυμό απέναντι σε ένα κράτος που δεν προστατεύει κανένα μέλος της μαθητικής κοινότητας, επαναπαυόμενο σε αδύναμους θεσμούς όπως μία ψυχολόγος που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναμασά εγχειρίδια. Και αυτός ο θυμός μοιράζεται στα μέλη, για να απευθυνθεί, τελικά, στον πιο σκληροπυρηνικό από αυτά, στον καθηγητή των Γερμανικών, ο οποίος πασχίζει να βάλει τα απαραίτητα όρια στα παιδιά, χωρίς όμως τη στοργή από την οποία είναι σημαντικό να συνοδεύονται.

Η σημειολογία της ταινίας έγκειται περισσότερο σε αποσπασματικές εικόνες και στις διάφορες ιδιότητες που αποδίδονται (π.χ. Ο αυταρχικός καθηγητής διδάσκει γερμανικά, η αυτοκτονία γίνεται κοντά σε ένα πάρτυ μασκέ και μετά τα παιδιά φορούν μάσκες όπως αυτές στο The Wall των Pink Floyd). Οι καρέκλες όλων τρίζουν και μοιάζει, ειρωνικά, σαν ο μόνος πραγματικά ελεύθερος να είναι η κοπέλα που επέλεξε να αυτοκτονήσει.

Εδώ το πένθος αφορά γενικότερα την ισορροπία δυνάμεων που διέπει τη φύση, κατά την οποία δεν υπάρχει αθώος και ένοχος, αλλά όλοι συμβάλλουν στη δημιουργία μίας κατάστασης, η οποία μπορεί να αλλάζει συνεχώς. Όμως, η έννοια της ομάδας στο συγκεκριμένο σχολείο έχει πληγεί από τα θεμέλια, οι άνθρωποι μοιάζουν να συσπειρώνονται κάτω από αρνητικό πρόσημο και μόνο, απέναντι σε έναν κοινό (αόρατο) εχθρό. Τον κάνουν μάσκα τους για να κρυφτούν πίσω του.

Ο μάσκες πέφτουν τραγουδώντας, αλλά πού καιρός για τέχνη, σε ένα σχολείο που αγαπά τόσο πολύ τις μάσκινες λέξεις του.




Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Boy



Ο Boy είναι ένα μικρό αγόρι που μεγαλώνει στα '80 και αγαπά τη μουσική του Michael Jackon. Η εφηβεία βρίσκεται προ των πυλών και μαζί και η εκ νέου συνάντηση με τον πατέρα του που του λείπει.



Αν μπεις σε διαδικασία εξόρυξης μετάλλων στο έδαφος της Νέας Ζηλανδίας, μπορεί να σε βρει ένα κομμάτι διαμαντιού σαν αυτό το φιλμ του 2010 από τον Taika Waititi. Το αγόρι της ιστορίας φέρει το όνομα Boy, προσφώνηση που, όπως φαίνεται, μπορεί άνετα να μοιραστεί με τον πατέρα του, ίσως από τα λίγα πράγματα που μπορούν, φαινομενικά τουλάχιστον, να μοιραστούν οι δυο τους. Ο πατέρας είναι κι εκείνος ένα θυμωμένο παιδί. Οι δυο τους χορεύουν γύρω από την πραγματικότητα που περιλαμβάνει απουσία, απόρριψη και χαμένα χρήματα.

Με κεφάτο μουσικό ρυθμό καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, που επιστρέφει στο μικρό πρωταγωνιστή την παιδικότητα που έχει θυσιάσει κατά τη διαδικασία επανεφεύρεσης του πατέρα του, ο Boy παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, αφού προλαβαίνει να τον βρει και ο έρωτας, απρόσμενα. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, παρά μέσα από το παιχνίδι. Κάτι οξύμωρο, αφού τα χρήματα μόνο ως παιχνίδι δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν. Και όμως, είναι αυτά το όχημα που θα τους φέρει κοντά. 

Ένα μικρό απλό φιλμ που σκύβει πάνω από την παιδική ψυχή αλλά πάντα από ενήλικη θέση, δίνοντας στον πρωταγωνιστή αλλά και στα άλλα παιδιά της ιστορίας αυτή ακριβώς την ενηλικότητα που ανέκαθεν οι “μεγάλοι” του κόσμου αυτού τα ανάγκαζαν να ντυθούν. 

Γονιός και παιδί κομματιάζουν εαυτούς και χρήματα για να συναρμολογηθούν όλα εκ νέου, σε μία ταινία που τους λαμβάνει υπόψη και τους δυο, δίνοντας μία εκδοχή στη σχέση τους που τη λόυζει το φως. Και ο Michael Jackson κάπου εκεί, ο χαρωπός πατέρας, στον οποίο το παιδί της ιστορίας ίσως θα ήθελε να μοιάσει ο δικός του, μήπως και αντικαταστήσει, κάποτε, το “Boy” με ένα όνομα προορισμένο μόνο γι αυτόν. 

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Little Tony

Ο Brand ζει με τη γυναίκα του σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα της Δανίας. Η γυναίκα του αποφασίζει να προσλάβει μία ελκυστική γυναίκα για να του μάθει ανάγνωση κατ' οίκον. Από τη μίξη των τριών τους γεννιέται ο μικρός Τόνυ και από εκεί και μετά ο σουρεαλισμός σχέσεων παίρνει τα ηνία.



Ένα ιδιαίτερα φρέσκο φιλμ, του Alex van Warmerdam, το χαρισματικό αυτό σκηνοθέτη. Με ήρωες, εκτός από το ανορθόδοξο ερωτικό τρίγωνο, ένα ζευγάρι νεφρά, μερικά περιστέρια και μία κατσίκα, παρακολουθούμε μία ταινία όπου όλα μπορούν να συμβούν, με απώτερο διακύβευμα ένα παιδί. Αποδομούνται με μεγάλη λεπτότητα και χιούμορ έννοιες όπως ο έρωτας, ο γάμος, η τεκνοποιία, η θρησκεία, και η εκπαίδευση, ενώ ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην Annet Malherb (στην πραγματική ζωή σύζυγος του σκηνοθέτη), η οποία ενσαρκώνει μία απολαυστική εναλλακτική Misery. Κοντά, ως προς την αισθητική, στους αδερφούς Κοέν, το φιλμ μέσα από τα υπέροχα κάδρα του διηγείται ταυτόχρονα κυνικά και ποιητικά μία ιστορία με σουρρεάλ απολήξεις, που απολαμβάνει κανείς με ένα μεγάλο χαμόγελο από την αρχή ως το τέλος της.
 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Stand Clear of the Closing Doors

O Ρίκυ είναι δεκατριών και του έχει δοθεί η διάγνωση του συνδρόμου Asperger. Όταν μία μέρα φεύγει από το σπίτι, η παρακολούθηση του οδοιπορικού του στο μετρό της Νέας Υόρκης γίνεται ταυτόχρονα και παρουσίαση της ψυχικής πορείας της οικογένειάς του, που χάνοντάς τον προσπαθεί να βρει εκ νέου τους κόμβους συνοχής της.
 

 

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Sam Fleischner, με όλους τους ηθοποιούς πρωτοεμφανιζόμενους και παραπάνω από επαρκείς, είναι ένα χαμηλόφωνο αλλά πανίσχυρο διαμαντάκι. Το φιλμ καταφέρνει να διαπεράσει τη μοναχικότητα ενός ιδιαίτερου μικρού ανθρώπου, διαφορετικού από το μέσο όρο, με κοινωνική δικαιολογία τη διάγνωση Asperger. Ο έφηβος πρωταγωνιστής γίνεται ολόκληρος ένα ζευγάρι παπούτσια και στο οδοιπορικό του στον αφιλόξενο ηλεκτρικό ζωγραφίζει το δράκο που τον κατοικεί. Το να ζεις το εδώ και τώρα, αποκλειστικά, είναι επικίνδυνο, και το κοινωνικό πλαίσιο διασφαλίζει το να κλείνουν οι πόρτες σε όσους βιώνουν αποκλειστικά το παρόν με αυθεντικότητα.

 

Πρώτη εκδοχή στο Move it 

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Kill your darlings


Another lover hits the universe, the circle is broken” 





Η γέννηση του κινήματος των Beat, με επίκεντρο τον Allain Ginsberg, γραμμένη με το αίμα από ένα φόνο που ένωσε τους κύριους εκπροσώπους του.
 
Γράψιμο χωρίς πάθος και πάθος χωρίς γράψιμο δεν υπάρχουν. Τα μοτίβα και τα κείμενα χορεύουν μέσα στο πρώτο αυτό φιλμ του John Krokidas, ποτισμένο από τους κύκλους της ζωής που διακόπτονται και επανεκκινούν μετά από καταστροφές. Με παρόμοιο τρόπο, κυκλική, είναι και η αφήγηση. Το μοντάζ, στα γρήγορά του είναι καταιγιστικό και υποβλητικό, όμως σε πιο έντονες συναισθηματικά στιγμές δεν αφήνει να αφεθείς χρονικά και λείπει μερικές φορές λίγος χρόνος αφομοίωσης των πληροφοριών. Η κινηματογράφηση και η φωτογραφία εντοιχίζουν τους ήρωες στα κτήρια και τα τοπία, αφού τίποτε άλλο δεν μπορεί να τους εμπεριέξει, παρά μόνο το εξωτερικό περιβάλλον.  

Κι αν η αύρα κάποιων άλλων καταραμένων ποιητών έχει αποδοθεί εξαιρετικά από το Total Eclipse (1995) και ίσως κι εδώ θα ήταν ταιριαστή μία κάπως πιο “βρώμικη” αισθητική, εντούτοις το Kill your darlings διακινεί, συγκινεί και φωλιάζει στο θεατή, ως έκφραση του ανείπωτου που αναπόφευκτα κατοικεί τη γοητευτική γενιά των beat ποιητών.

Διαβάσατε περισσότερο