Fever 103°
Pure? What does it mean?
The tongues of hell
Are
dull, dull as the triple
Tongues of dull, fat Cerberus
Who wheezes at the
gate. Incapable
Of licking clean
The aguey tendon, the sin, the sin.
The tinder
cries.
The indelible smell
Of a snuffed candle!
Love, love, the low smokes
roll
From me like Isadora’s scarves, I’m in a fright
One scarf will catch and anchor in the wheel,
Such
yellow sullen smokes
Make their own element. They will not rise,
But trundle round the globe
Choking the aged and the
meek,
The weak
Hothouse bred baby in its crib,
The ghastly
orchid
Hanging its hanging garden in the air,
Devilish leopard!
Radiation turned it white
And
killed it in an hour.
Greasing the bodies of adulterers
Like Hiroshima ash
and eating in.
The sin. The sin.
Darling, all night
I have been flickering, off, on,
off, on.
The sheets grow heavy as a lecher’s kiss.
Three days. Three nights.
Lemon water,
chicken
Water, water make me retch.
I am too pure for you or anyone.
Your body
Hurts
me as the world hurts God. I am a lantern—
My head a moon
Of Japanese paper, my gold beaten
skin
Infinitely delicate and infinitely expensive.
Does not my heat astound you! And my light!
All by
myself I am a huge camellia
Glowing and coming and going, flush on
flush.
I think I am going up,
I think I may rise—
The
beads of hot metal fly, and I love, I
Am a pure acetylene
Virgin
Attended by roses,
By kisses, by cherubim,
By whatever these pink
things mean!
Not you, nor him
Nor him, nor him
(My selves dissolving, old whore
petticoats)—
To Paradise.
Sylvia Plath
Ο έρωτας
είναι ένα αιώνιο χάος, συστηματικά
συντονισμένο. Την αρχετυπική καρδιά
του μας κάνει να ακουμπήσουμε το Only
Lovers Left Alive και να
νιώσουμε τη γεύση του ζωογόνου σιδήρου
του αίματος μέσα μας. H
Eva και ο σκοτεινός εαυτός
της, η σκοτεινή αδερφική εκδοχή της,
είναι μεταξύ τους μόνο ένα φωνήεν, μόνο
ένα επιφώνημα μακριά. Κι ο Αδάμ προεκτείνει
τα χέρια του ντύνοντας τα με το ξύλο
μιας κιθάρας, ώστε να μπορεί εκείνη να
τον ακούει σε όποιο πόλο της γης κι αν
βρίσκεται. Mε
τη σκηνοθεσία του Jarmush να
χορεύει στις φλέβες του ζευγαριού και
να προσφέρει το ωκεάνιο συναίσθημα που
θα προκαλούσαν όλες οι απαγορευμένες
ουσίες του κόμου αυτού μαζί.
Στον αιώνιο
έρωτα, που παραπέμπει στον εφιάλτη, αφού
είναι ζωντανός ενώ κάθε προσδοκία θα
ταίριαζε με το θάνατό του, το
φαντασιακό παιδί δεν έχει καν πάρει
μορφή. Ρέει μόνο στο αίμα τους και ζητά
να συλληφθεί. Άλλοτε
κοχλάζει, άλλοτε λιμνάζει, με υπόγεια
ρεύματα έτοιμα να το ξεδιπλώσουν. Είναι
ταγμένο στο μέλλον και ζει γιατί οι δυο
τους ποτέ δε μίλησαν γι αυτό. Ο συντονισμός
τους έχει επίγνωση της παρουσίας τους
και απλώς τους προφυλάσσει από την
κατάρρευση μετά από μία δύσκολη στιγμή.
Κατά
το Lebovici το φαντασιακό παιδί μορφώνεται
από το ασυνείδητο των δύο γονιών
(enfant
fantasmatique) και διαφοροποιείται από το
ιδεατό παιδί (enfant
imaginaire), αποτέλεσμα μιας ονειροπόλησης
και των συνειδητών ονείρων κατά την
περίοδο της εγκυμοσύνης, σε προσυνειδητό
ή συνειδητό επίπεδο.
Όπως και στο Amour,
του Michael
Haneke
(http://psychografimata.com/12007/to-fantasiako-pedi-tis-agapis/),
εδώ υπάρχει ένα παιδί που υπονοοείται,
περα από τη σάρκα. Έχει μάτια από μουσική
και δέρμα από χαρτί που πάνω του γράψανε
κάποιοι μεγάλοι. Έχει φίλους που αγαπά
και το αγαπάνε. Και έχει ζήσει η υπόνοιά
του αρκετά, ώστε να είναι τόσο σοφό ώστε
να μη στραφεί εναντίον ενός από τους
δυο γονιούς, έστω κι αν στο Amour
αυτό έγινε από απελπισμένη
αγάπη. Με τον πατέρα το ίδιο γόνιμο στο
να το θρέψει και να του δώσει ζωή.
Κληρονομείται διαγενεολογικά, αλλά
τελικά έχει να κάνει
περισσότερο με τον άντρα και τη γυναίκα,
σχετίζεται και μεγαλώνει στο εδώ και
τώρα, επανασυλλαμβάνεται συνεχώς. Το
γεννά ο χρόνος, που δεν έχει γραμμικότητα.
Είναι αγκαλιά με τη μουσική, την ανθρώπινη
κατασκευή που όσο κι αν μιλας γι αυτή,
πάντα “η γλώσσα σε προδίδει διπλά”.
Οι δυο τους,
ζευγάρι βρικολάκων, αίωνια παγιδευμένων
ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στο
ενδιάμεσο του αρρώστου και του υγιούς,
επιστρέφουν στην αγνότητα μέσω της κατά
βάση πολιτισμένης αφαίμαξης των άλλων.
Τους ενώνει η συνενοχή
της πράξης για την οποία δε μιλούν ποτέ.
Μόνο χορεύουν πάνω στην ουρά της. Σε
έναν αγνό Παράδεισο που μυρίζει αίμα
και αντί να απαντά-ερωτά.
Βιβλιογραφία
Lebovici,
S. (1988). Fantasmatic
interaction and intergenerational transmission. Infant
Mental Health Journal, 9,
(1),
10–19.
Σακελλαρόπουλος,
Π. 1998. Σχέσεις
μητέρας-παιδιού τον πρώτο χρόνο της
ζωής.
Αθήνα: Παπαζήσης.
http://www.ksm.gr/%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B7-%CE%B7%CE%BC%CE%B5/