Εικόνες
από την πόλη και τη φύση, που συμφιλιώνουν
τις διαφορές των δύο και γίνονται στίχοι
σε ένα ποίημα α-ληθινό, που δεν περνά
στη λήθη.
“Τείνουμε
να μη βλέπουμε τη σκιά μας,
ακόμα κι
αν είναι πιο μεγάλη από εμάς”
Lacrau
Ένα φιλμ
που στάζει σοφία και αποτρέπει την
κατάταξή του σε είδος (ντοκυμαντέρ-αφηγηματικό...)
αφού τραγουδά μία ιστορία χρησιμοποιώντας
τα πρωτόγονα υλικά της φύσης μαγειρεμένα
με ηλεκτροδότηση από την πόλη. Όπως ένα
καλό φαγητό, που δε χρειάζεται προωθημένα
μέσα για να ολοκληρωθεί, παρά μόνο
ενέργεια και “αρκετά καλά” υλικά, έτσι
και αυτό το φιλμ αφήνεται στα υλικά του
για να εκφράσει ένα κομμάτι πολιτισμού.
Στην πόλη,
τα ρούχα είναι πλαστικά. Στη φύση τα
ρούχα είναι περιττά. Στη φύση τα φτυάρια
δεν έχουν ανάγκη τον ήχο. Στην πόλη δεν
έχουν ανάγκη τον ήχο τα αυτιά.
Οι
φωτογραφικοί κανόνες παραμερίζονται
ευγενικά, τολμούν τον καμένο ουρανό ,
το φιλμ του João Vladimiro σα
να οφείλει να καίγεται μπροστά στη φύση
για να έχει μετά η πόλη το ρόλο να τον
φωτίζει. Εικόνες όπως η σάρκα και το
αίμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σημεία
στην περιφέρεια του κύκλου της ζωής,
σημεία που οι άνθρωποι της πόλης καμία
φορά αντικρίζουμε με φρίκη.
Οι
φράσεις-εναύσματα πριν από κάθε ενότητα
λιώνουν σε μαγικές εικόνες και σιγά
σιγά ντύνονται μουσικές. Τα φώτα της
πόλης γίνονται μάτια, οι φωνές γίνονται
νερό η τελική δεκάλεπτη σεκάνς είναι
μεταφυσική και -ας μη φοβηθεί κανείς τη
λέξη, αριστούργημα.
Στον
κύκλο του πολιτισμού του κέντρο είναι
η φύση και στην περιφέρειά του εναλλάσσονται
πότε η εξοχή και πότε η πόλη. Η φύση είναι
η σκιά μας, μεγαλύτερη από εμάς. Μια ζωή
προσπαθούμε να μιμηθούμε αυτό που ήδη
ξέρουμε. Μπορεί να μη βλέπουμε, συχνά,
την εξοχή και την πόλη, αλλά αυτό το φιλμ
μας μεταμορφώνει σε πουλιά για να
ταξιδέψουμε στο ενδιάμεσό τους.
Στην προβολή στα πλαίσια του φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου στην Ταινιοθήκη, ο νεαρός Πορτογάλος
σκηνοθέτης, με απλότητα και φως, μοιράστηκε
κάποιες σκέψεις του για το φιλμ του, το
οποίο διαμόρφωσε πάνω στη σκέψη ότι η
πόλη για εκείνον αντιπροσωπεύει το
“Κακό” ενώ η εξοχή το “Καλό” και πως
προσπάθησε να εξερευνήσει μέσα από αυτό
τη σχετική διχοτόμηση. Η διαδρομή του,
στη διάρκεια των γυρισμάτων, που κράτησαν
δύο χρόνια, από τη μία τοποθεσία στην
άλλη, ήταν για εκείνον ο χώρος που
συμφιλίωσε τα δύο αυτά κομμάτια που
θεωρούσε σε μεγάλο βαθμό ασυμβίβαστα,
διαπιστώνοντας ότι πάντα κάτι θα λείπει,
είτε βρίσκεται στην εξοχή, είτε στην
πόλη. Εν τέλει, κατόρθωσε να αισθάνεται
γαλήνη στην πόλη. Σε ο,τι αφορά τον τίτλο,
πρόκειται για ένα σκορπιό που δεν
σκοτώνει, με εγγεγραμμένη πάνω του την
αντίφαση της φύσης και του πολιτισμού.
Φαίνεται,
ότι ο ενδιάμεσος, ζωογόνος χώρος, ανάμεσα
στις αντιθέσεις, δεν είναι ένας. Είναι
μοναδικός, όμως, για τον καθένα μας.
Πρώτη Δημοσίευση στο Move It
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου