Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Teddy Bear

"Οι άνθρωποι είναι τόσο τρομερά μακριά ο ένας από τον άλλον
και πιο απομακρυσμένοι απ' όλους είναι συχνά όσοι αγαπιούνται.
Πετούν ο ένας στον άλλον όλο τους τον εαυτό όμως κανείς τους
δεν τον πιάνει κιόλας, κι έτσι απομένει πεσμένος κάπου ανάμεσα
και πυργώνεται και στο τέλος τους εμποδίζει και από πάνω
να δουν και να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον."

Rainer Maria Rilke

Μία μαμά που πετούσε όλο της τον εαυτό στο παιδί της. Εκείνο ήταν πολύ μικρό για να μπορεί τον πιάσει και πολύ μεγάλο για να θέλει να τον πιάσει. Πετούσε όλο της τον εαυτό και όλο της το λόγο στο παιδί της. Για εκείνη δεν κράτησε τίποτε.

Ο γιος της δεν τον έπιανε το λόγο της. Ήθελε το ζωογόνο μακριά. Την αγαπούσε, αλλά ήθελε να της πετάξει μόνο ένα κομμάτι του. Απλώς ήθελε να παίξει. Με κάτι πιο ελαφρύ από τον εαυτό της μητέρας του. Και τότε βρέθηκε με κάποιον άνθρωπο που ο λόγος του δεν ήταν μπάλα. Ήταν η αυλή του παιχνιδιού.

Ο γιος πέταγε εκείνο που ήθελε να πετάξει, τη στιγμή που ήθελε. Και η εκείνη το έπιανε με απλότητα και του το έδινε πίσω.
Οι δυο τους παίζανε σε μία ενδιάμεση γλώσσα.

Η μητέρα κουράστηκε να επιβλέπει το παιχνίδι. Η επίβλεψή της ήταν περιττή. Τόσα χρόνια, ο γιος της έχτιζε το σώμα του για να υψώσει ένα προφυλακτικό τείχος ανάμεσά τους.

Η ώρα του αποχωρισμού έχει έρθει. Η μητέρα του, μέχρι τότε, ίσιωνε χάρτινα χαμόγελα για να καλύψει την απόγνωση της διαίσθησης του αποχωρισμού. Είχε έρθει η ώρα, ο γιος να αφήσει το χέρι της μητέρας του και να αποκτήσει το δικό του σώμα. Το σώμα που ήθελε να προσφέρει σε εκείνη.


 

“Ούτε η βροχή δεν είχε τόσο μικρά χέρια”. Μικρά, αλλά ικανά να γκρεμίσουν ένα τοίχο από σώμα και να δέσουν τις άκρες των γλωσσών. Προσέφεραν στη μητέρα μία απροσδόκητη πιθανότητα σάρκινου χαμόγελου, και σε εκείνους τα ανύπαρκτα όρια της κοινής τους αυλής.



Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Le passé

Η καινούρια δημιουργία του αγαπημένου Asghar Farhadi, διηγείται Έναν Χωρισμό ακόμα, λιγότερο εσωστρεφή και πιο εξευρωπαϊσμένο. Η σκοτεινή ιστορία δύο ζευγαριών των οποίων “τα πεπρωμένα διασταυρώνονται” σε ένα κάστρο που το κατοικούν τα παιδιά τους. Ένας άντρας με μόνο ψυχικές αποσκευές, που επιστρέφει στο Παρίσι από το Ιράν, για να παραδώσει το διαζύγιο στην πρώην πλέον γυναίκα του και μεγάλο του έρωτα. Εκείνη, με τα κομμάτια εκείνου και του επίσης κατακερματισμένου από την απόπειρα αυτοκτονίας της συζύγου του, νέου της εραστή, προσπαθεί να συναρμολογήσει τον πυρήνα της. Και τα παιδιά τους βρίσκονται θεατές και πρωταγωνιστές ταυτόχρονα σε αυτή την ελεύθερη πτώση στα άδυτα του “ενήλικου” κόσμου. 
 



Πέρα από τις υπέροχες, φυσικές ερμηνείες όλου του καστ, το πιο όμορφο κομμάτι της ταινίας είναι η καίρια χρήση των λέξεων που τοποθετεί ο σκηνοθέτης μαζί με την Asghar Farhadi (επόμενο, από την άλλη συνεργασία της με τον Abbas Kiarostami στο Copie Conforme) στα χείλη των πρωταγωνιστών. Οι λέξεις βουτάνε στην εικόνα και συμμετέχουν σε μία σκυταλοδρομία σε επιβραδυνόμενους ρυθμούς, μεταφερόμενες από τον ένα ήρωα στον άλλον.

Το φιλμ μιλά για το παρελθόν και το χρησιμοποιεί για την επανόρθωση του παρόντος. Οι λέξεις, όπως και η κινηματογραφική ταινία, πολλοί θεωρητικοί το έχουν δει, έρχονται μετά το γεγονός. Και είναι σαν το φιλμ να παραμένει ακίνητο, εκκρεμές, όλη η δράση να τοποθετείται στο παρελθόν. Αυτή η ακινησία, συνοψίζεται στην αθέατη διαφανή και εύθραυστη φιγούρα της γυναίκας του μέλλοντα συζύγου της πρωταγωνίστριας, που ζει μέσα στο λόγο των υπολοίπων. Μέσα από το επιβλέπον βλέμμα της ξεπηδούν τα σχοινιά που καθορίζουν τις πράξεις τους.

Τα παιδιά μιλούν και ζουν στο εδώ και τώρα, οι μεγάλοι στο παρελθόν, που όταν συνέβαινε εκείνοι δεν το ζούσαν. Εγκλωβισμένοι σε σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος, βλέπουν τελικά την απειροσύνη των τρόπων με τους οποίους μπορούν να συναντηθούν. 





Ένα φιλμ που οργανώνεται γύρω από την απουσία σε όλες της τις μορφές και τη συνδέει με το φάντασμα της “κατάθλιψης”, μαζί με ένα αρχικά κομψό και αργότερα ίσως υπερβολικό σχόλιο για τις διαπολιτισμικές διαφορές. Κι αν κάτι σε δυσκολεύει, είναι στο κλείσιμο, όπου η απουσία που σου δημιουργούσε την επιθυμία και τη φαντασίωση του “τι άλλο μπορεί να έχει συμβεί” αντικαθίσταται από μία παρουσία που δίνει μία ανακουφιστική μεν, αλλά ίσως υπερβολικά συναισθηματικοποιημένη λύση. 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Τhe Congress

 

Δεν ξέρει κανείς σε ποιο επίπεδο να σκεφτεί, να αισθανθεί και τελικά να νιώσει αυτό το νέο φιλμ του Άρι Φόλμαν, αφού, όπως σε κάθε ταινία που σου ανοίγει νέους δρόμους για να ζεις, τα φύλλα που γυρνάς κατά την ανάγνωσή της είναι πολλαπλά και μη διακριτά. Αν, για το σκηνοθέτη, σε μία ταινία που αγαπά ο πραγματικός χρόνος και ο υποκειμενικός χρόνος γίνονται ένα, στον κινηματογραφικό χρόνο που εκείνη υποβάλλει (άποψη που εξέφρασε στα πλαίσια του φεστιβάλ μετά το τέλος της προβολής, όπως και πολλά άλλα ενδιαφέροντα), εδώ υπάρχει μία ταινία που μπορεί να γίνει από τις αγαπημένες όχι μόνο δικές του αλλά και όσων έχουν την εμπειρία της.

Ο συγκερασμός εννοιών, με ταυτόχρονο προχώρημά τους, γίνεται σε κάθε επίπεδο, από εκείνο των γλωσσικών σημείων (η ηθοποιός έχει επίθετο Wright, το “σωστό” που της δίνει το δικαίωμα, επίσης, να “γράφει” την ιστορία της), σε άλλοτε διχοτομημένες έννοιες όπως όνειρο και πραγματικότητα, νόηση και φαντασία, παλιό και νέο, animation και παραδοσιακή αισθητική. Ένα συνέδριο όπου τελικά εδράζονται σε ένα σημείο όλες οι πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού και των κοινωνικών απολήξεών του, το ασυνείδητο, ίσως, που ο κάθε άνθρωπος εκφράζει, ανάλογα με τη δεδομένη κατάσταση σε μία εκδοχή του και το προβάλλει προς τα έξω.

Η μόνη πραγματικότητα, κατά το φιλμ, είναι η υποκειμενική, και αποστολή του ανθρώπου είναι να κάνει την υποκειμενικότητά του συνειδητή σε μεγαλύτερο βαθμό (άποψη που ασπάζονται υπαρξιακοί φιλόσοφοι όπως ο Ίρβιν Γιάλομ). Όχι οτι αυτό δεν έχει τη σκοτεινή του πλευρά, αφού ο κόσμος των άπειρων δυνατοτήτων θέασης του εαυτού μπορεί να οδηγήσει στον ατελείωτο κακώς εννοούμενο ναρκισσισμό, όπως πολύ όμορφα φαίνεται από την κινηματογράφηση. Ή ακόμη τη μαγεία του να σου αποκαλύπτονται τα πράγματα ξαφνικά, χωρίς να γνωρίζεις την προέλευσή τους.

Πάνω απ' όλα, ωστόσο, το φιλμ, όπως όλα τα ποιήματα, μιλά για την αγάπη και το θάνατο, αλλά και για τον αποχωρισμό που επέρχεται, φυσικά, ανάμεσα σε κάθε γονιό και παιδί και τελικά ανάμεσα στον παλιό και το νέο σου εαυτό, που συνεχώς ο ίδιος δημιουργείς.

Πρώτη δημοσίευση στο Move it

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Clara Hakedosha



 H Kλάρα είναι δεκατριών και διαθέτει ιδιαίτερες μεταφυσικές δυνάμεις.  Χαρίζει στους συμμαθητές της τις απαντήσεις ενός τεστ ή την προσγείωση ενός πουλιού στην τάξη τους, ανάλογα με τις διαθέσεις της. Για τα μάτια της θα ανταγωνιστούν πολλοί, σε ένα ενήλικο παράλογο όσο και αγαπησιάρικο φόντο. 
 
Σε κάθε καρέ, η σχολική τάξη διανθίζεται με περισσότερους συμμαθητές, όπως την Dawn Wiener από το Welcome to the Dollhouse, τον Sam και τη Suzy από το Moonrise Kingdom αλλά και την Carrie, να συνυπάρχουν αρμονικά, αν και σε εντελώς πρωτότυπο, κινηματογραφικά, περιβάλλον που σε κάνει να τριπάρεις με λίμνες και σιδηροδρομικές γραμμές.

Έννοιες όπως διαίσθηση, έρωτας, επανάσταση, συγχωνεύονται, αν και οι υπέροχοι, σουρρεάλ μεγάλοι του σύμπαντος του φιλμ, παράλογοι και προσεγγιζόμενοι με αγάπη, τόσο από τα παιδιά όσο και από το σκηνοθέτη, τις θεωρούν, κάποιες φορές, αμοιβαίως αποκλειόμενα ενδεχόμενα. Και η κλασσικά άλυτη ανισορροπία δυνάμεων μεταξύ ισχυρού και αδύναμου ξεπηδά, μαζί με τη διαπίστωση ότι κάθε “εκπολιτισμένο” εκπαιδευτικό σύστημα είναι τόσο επιβλαβώς παράλογο που καταφεύγει κανείς στη μαγεία για να το αντέξει.

Παρελθόν, παρόν και μέλλον γίνονται μία στιγμή, τόσο μέσα από το λόγο και τις καταστάσεις, όσο και μέσα από την αισθητική, χειροποίητα '80's με εσάνς Edith Piaf, παρόλο που η ταινία δημιουργήθηκε το 1996 και έχει νοηματικό προσανατολισμό στο μέλλον. Η μνήμη, που, ακούσια, κατασκευάζουμε και η αγάπη για το σινεμά, με απλότητα και ομορφιά ανοίγουν έναν κύκλο, στην περιφέρεια του οποίου οι επόμενες ταινίες του σκηνοθέτη κατοικούν.

Είναι δυνατό να χωρέσεις ένα σεισμό στην παλάμη σου, όταν την ακουμπά ένα χέρι με αγάπη.





Διαβάσατε περισσότερο