Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rainer Maria Rilke. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rainer Maria Rilke. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Prince Avalanche





Mία βόλτα στην άσφαλτο με δύο άκρως αντίθετους, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, που περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές αποκαθιστώντας την καταστροφή των διαχωριστικών λωρίδων του οδοστρώματος κατά τη διάρκεια μίας πυρκαγιάς, και μαζί ένα μάθημα για την ουσία της φιλίας.  
 
Οι δύο ήρωες, συνάπτουν “16 γερές φιλίες κάθε απόγευμα” στο μπαρ της υπαίθρου, με τα φαντάσματα των εαυτών τους αλλά και των ζωών τους. Στρώνουν ένα δρόμο, με την αγωνία του αν τελικά, πέρα από το να τον προσπεράσει, θα ξαπλώσει κανείς πάνω του.

H αυτιστική πληρότητα του ενός αναπληρώνει την κενότητά της αποκλειστικά από την παρουσία του άλλου, για να προκύψει ένα αποτέλεσμα που μπορεί να κατοικήσει στο μέσα του θεατή για μέρες.

Η “μοναξιά του ενός προστατεύει τη μοναξιά του άλλου” και η κινηματογράφηση, ιδιαίτερη και χρωματοκεντρική, την εύθραυστη ενδοψυχική πορεία τους. Χορεύουν με τις εντυπώσεις των γυναικών της ζωής τους και τελικά μαθαίνουν να μεγαλώνουν τον εαυτό τους.
 
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στο υπέροχο, ψυχεδελικό και ευαίσθητο OST από τους Explosions in the Sky, που απογειώνει τις ποιητικές, μέσα στην φυσικότητά τους εικόνες και ντύνει μία ξεχωριστή φιλία με όλα τα πιθανά χρώματα.

Πρώτη εκδοχή στο Move it  

OST 

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

La vie d'Adèle (Blue Is The Warmest Colour)

Ο έρωτας, (...) μία υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να ωριμάσει, να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος, να γίνει ο ίδιος ένας κόσμος για χάρη ενός άλλου ανθρώπου. Είναι μεγάλη και φιλόδοξη αυτή η απαίτηση που κάνει όποιον αγαπά έναν εκλεκτό και τον καλεί στο άπειρο.

R.Maria Rilke
Γράμματα σ'ένα νέο ποιητή 

 




Ξεπλένοντας την πορνογραφική λάσπη που έχει λερώσει το φιλμ και επιλέγοντας να παρακάμψει κανείς τη παραφιλολογία που το συνοδεύει, πλησιάζουμε την Αντέλ και μυρίζουμε κάτι από τη γεύση του έρωτα, με τα συναισθητικά φαινόμενα να χορεύουν καθ' όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης. Αν μία ταινία εκπέμπει μυρωδιές που δεν ξεχνάς, τότε σε κάνει να την ερωτευτείς. Μία φιλοσοφική ταινία για το βίωμα της αγάπης , με όλη την αντίφαση που περιλαμβάνει το να βάζεις πλαί πλάι τον έρωτα με τη διανόηση.

Ο έρωτας έχει την αίσθηση του μοιραίου, του πεπρωμένου. Ίσως ο “σκοπός” κάθε σχέσης δεν είναι παρά το μεγάλωμα ενός νέου εαυτού, που έχει πάρει κάτι από όλα τα μέλη της. Ο Le Bon υποστηρίζει πως κάθε ομάδα ή ζευγάρι έχει ένα κοινό ασυνείδητο σκοπό. Ίσως τον έρωτα μπορεί να τον αντέξει μόνο μία παιδική ψυχή, και αυτή μόνο μπορεί να εμπεριέξει το πάθος δύο ανθρώπων. Ίσως τα ζευγάρια γεννούν (ξέχωρα από το πραγματικό τους παιδί, το οποίο μπορεί να υπάρχει ή όχι) ένα φαντασιακό παιδί το οποίο συμπυκνώνει, ασυνείδητα, τον κοινό τους σκοπό, το κοινό τους πεπρωμένο. Για τις δυο τους αυτό το παιδί καθρέφτιζε το μεγάλωμα, και κυρίως το μεγάλωμα της Αντέλ. (βλ. και http://psychografimata.com/12007/to-fantasiako-pedi-tis-agapis/).


Αν σε κάθε σχέση, συνεπώς, δεχτούμε ότι υπάρχει ένα φαντασιακό παιδί, σε αυτή η Αντέλ μονοπώλησε το ρόλο του. Εδώ ο ενδιάμεσος χώρος είναι η ίδια. Ταυτιζόμενη με τις παιδικές, ανήλικες ή ενήλικες ψυχές γύρω της (οι μαθητές της, οι γονείς της), αλλά ταυτόχρονα διαχωρισμένη από αυτές . Και όλα αυτά χωρίς να έχει παρά την ελάχιστη απαιτούμενη επίγνωσή τους. Ζώντας τον εαυτό της, ζώντας το μέσα της. Και αν η αγαπημένη της άλλαξε το χρώμα των μαλλιών της, αποκαλύπτοντας τον τρόπο που η ίδια επιθυμούσε να γεννήσει τον εαυτό της, μέσα από τη γέννηση του παιδιού κάποιας ισχυρής Άλλης, η Αντέλ της χαρίζει απλώς την υγρασία των ματιών της.

Στην αγάπη τέλος δεν υπάρχει. Μόνο χορευτικοί κύκλοι, που κάθε φορά αλλάζει αυτός που είναι στο κέντρο και οι άλλοι χορεύουν γύρω του. Ένα τραπέζι που γύρω του μαζεύονται όλοι, αλλά κάθε φορά ο τύπος του φαγητού υποδεικνύει τη μορφή της. Όμως το να γεύεσαι ,από το να καταβροχθίζεις, διαφέρει. Η Αντέλ δεν καταβροχθίζει. Όταν καταβροχθίζεις επέρχεται βαρύς κορεσμός. Όταν όμως τρως απλά, φυσικά, όσο θες, την ώρα που το θες, ο κορεσμός δεν είναι οριστικός, είναι απλώς κυκλικός. Ο Άλλος σου δίνει ένα κομμάτι του εαυτού του κι εσύ το παίρνεις και το αξιοποιείς. Το ίδιο κάνει κι εκείνος με εσένα. Το μετ-ουσιώνετε και αποβάλλετε μόνο ο,τι οι δυο σας δημιουργήσατε και δεν μπορείτε να αντέξετε.

Η Αντέλ έχει ένα Όνομα, με ιστορία και σημασία. Ζει άνετα μέσα στο όνομά της και προσφέρει αυτή την άνεση σε όποιον το προφέρει. Το όνομά της είναι από τη μία η προβολή που κάνουν οι άλλοι πάνω σε αυτή. Μπορεί να είναι ο ήλιος για την Έμμα, αλλά πραγματικά το σημαίνον του ονόματός της είναι δικαιοσύνη. Κύκλος, ισορροπία δυνάμεων, κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος. Και είναι δίκαιη. Στα μάτια της, ακόμα και οι γονείς δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Είναι εγκλωβισμένοι στα στερεότυπά τους περί οικονομικής ασφάλειας και στο φόβο για το διαφορετικό, αλλά ταυτόχρονα προσφέρουν αγάπη στην Αντέλ και της δίνουν την ελευθερία και τον προσωπικό χώρο του πειραματισμού .

Σκηνοθετικά, αν η ταινία ήταν επιστημονικό άρθρο, η βιβλιογραφία της θα ήταν παραπάνω από πλήρης. Όλα είναι στην εντέλεια τοποθετημένα και μελετημένα, από τους ρυθμούς μέχρι τη μορφή των πλάνων, τις αποχρώσεις της φωτογραφίας και το μπλε που συνδέει στέρεα όσο και ποιητικά τα πλάνα μεταξύ τους. Το σενάριο είναι αφαιρετικό, άρα και υπερβατικό, με αποκορύφωμα μία σκηνή όπου ο πόθος και η συνοδή του απόγνωση πέφτουν στο τραπέζι και είναι ο,τι πιο προκλητικό, όταν οι δυο ηρωίδες αγγίζονται ελάχιστα, σαν μία γαλλική απάντηση-προέκταση στην ατμόσφαιρα του Wong Kar Wai.

Οι περιβόητες ερωτικές σκηνές είναι όμορφες και η μόνη επικρατούσα από τις παρορμήσεις που ξυπνούν είναι να αφήσεις απλώς το ζευγάρι στην ησυχία του και την ιδιωτικότητά του, αφού έχεις καταλάβει ότι είσαι θεατής αυτής της σκηνής κατά λάθος (όλα βέβαια τα κατά λάθος έχουν ένα βαθμό ασυνείδητης πρόθεσης). Κλείνεις λοιπόν την πόρτα πίσω σου, αφού είσαι μάρτυρας μίας πρωταρχικής σκηνής σχεδόν επανορθωτικής, γεμάτης από συναίσθημα. Ο,τι βλέπεις φαίνεται φυσικό και α-ληθινό. Κάτι είναι αληθινό όταν το έχεις βιώσει, ψυχικά. Μετά περνά στη λήθη. Η α-λήθεια όμως της αναβίωσής του το επανασυγκροτεί.

Μία θεματική που συζητείται στο φιλμ είναι η σύμβαση και πώς ορίζεται από τον καθένα. Αν για την Έμμα σύμβαση είναι μία δουλειά όπως της Αντέλ, που είναι δασκάλα, για την Αντέλ σύμβαση είναι να μην ακολουθείς το πάθος σου και να υποκύπτεις στη φιολοδοξία σου που την έχεις ντύσει με ένα εύθραυστο (μέσα στους όρους της αγοράς και της ζήτησης στον καλλιτεχνικό χώρο) περίβλημα δημιουργικότητας.

Επίσης, σε αυτό το φιλμ υπάρχουν δύο σημαντικά επιτεύγματα: Πρώτον, η σχεδόν με θράσος ζωγραφιά στερεοτύπων όπως του καλλιτέχνη, του ομοφυλόφιλου, με ένα έντεχνο μουτζούρωμά τους, κάνοντας έτσι εμφανή, με λεπτότητα, την υπονόμευσή τους. Ακόμα και το μπλε, στερεοτυπικά συνδεδεμένο με την αρσενική ποιότητα, αποκτά εδώ μαλακή και θηλυκή διάσταση. Το δεύτερο γεγονός που σηματοδοτεί η ταινία είναι μία τομή, ίσως, στον τρόπο που κινηματογραφείται το σεξ (δεν έχει τον αυτοσκοπό του 9 songs, την ηδονοβλεπτική ματιά του Larry Clark, την καλλιγραφική” πένα του Ναγκίσα Οσίμα ή την εξιδανίκευση του Μπερτολούτσι). Είναι απλώς το σεξ για τη χαρά του σεξ, χωρίς καμία πρόθεση σκανδάλου, που ίσως θα μπορούσε να οδηγήσει να βλέπει το ευρύ κοινό κάτι σαν αυτό και να μην το θεωρεί “ένοχο”.

Η Έμμα ήταν η θάλασσα που εσώκλεισε τον εκκολαπτόμενο εαυτό της Αντέλ, ασυνείδητη μητρική φιγούρα, συνειδητή αγάπη. Η θάλασσα ανεβαίνει και κατεβαίνει. Η γη όμως είναι πάντα εκεί. Η Αντέλ είναι ένας ολόκληρος, σταθερός στο πυρήνα του και ταυτόχρονα μεταβαλλόμενος άνθρωπος, που αντέχει το μοίρασμα, παίρνει ρίσκα και ευθύνες. Ταυτόχρονα ζει την επιθυμία της στο παρόν, αφού μόνο αυτό υπάρχει και εκείνη μπορεί να δει. Βυθίζεται στην Έμμα και ταυτόχρονα ξεπλένεται από αυτήν.

Και το φιλμ αφήνει τον ήχο ενός περίεργου, μαγικού οργάνου δρόμου, σε φόντο μπλε που έγινε θερμός από τις ανάσες των πρωταγωνιστριών, χωρίς τέλος, μόνο με διαδοχές αναδυόμενων ανθρώπων.



Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Teddy Bear

"Οι άνθρωποι είναι τόσο τρομερά μακριά ο ένας από τον άλλον
και πιο απομακρυσμένοι απ' όλους είναι συχνά όσοι αγαπιούνται.
Πετούν ο ένας στον άλλον όλο τους τον εαυτό όμως κανείς τους
δεν τον πιάνει κιόλας, κι έτσι απομένει πεσμένος κάπου ανάμεσα
και πυργώνεται και στο τέλος τους εμποδίζει και από πάνω
να δουν και να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον."

Rainer Maria Rilke

Μία μαμά που πετούσε όλο της τον εαυτό στο παιδί της. Εκείνο ήταν πολύ μικρό για να μπορεί τον πιάσει και πολύ μεγάλο για να θέλει να τον πιάσει. Πετούσε όλο της τον εαυτό και όλο της το λόγο στο παιδί της. Για εκείνη δεν κράτησε τίποτε.

Ο γιος της δεν τον έπιανε το λόγο της. Ήθελε το ζωογόνο μακριά. Την αγαπούσε, αλλά ήθελε να της πετάξει μόνο ένα κομμάτι του. Απλώς ήθελε να παίξει. Με κάτι πιο ελαφρύ από τον εαυτό της μητέρας του. Και τότε βρέθηκε με κάποιον άνθρωπο που ο λόγος του δεν ήταν μπάλα. Ήταν η αυλή του παιχνιδιού.

Ο γιος πέταγε εκείνο που ήθελε να πετάξει, τη στιγμή που ήθελε. Και η εκείνη το έπιανε με απλότητα και του το έδινε πίσω.
Οι δυο τους παίζανε σε μία ενδιάμεση γλώσσα.

Η μητέρα κουράστηκε να επιβλέπει το παιχνίδι. Η επίβλεψή της ήταν περιττή. Τόσα χρόνια, ο γιος της έχτιζε το σώμα του για να υψώσει ένα προφυλακτικό τείχος ανάμεσά τους.

Η ώρα του αποχωρισμού έχει έρθει. Η μητέρα του, μέχρι τότε, ίσιωνε χάρτινα χαμόγελα για να καλύψει την απόγνωση της διαίσθησης του αποχωρισμού. Είχε έρθει η ώρα, ο γιος να αφήσει το χέρι της μητέρας του και να αποκτήσει το δικό του σώμα. Το σώμα που ήθελε να προσφέρει σε εκείνη.


 

“Ούτε η βροχή δεν είχε τόσο μικρά χέρια”. Μικρά, αλλά ικανά να γκρεμίσουν ένα τοίχο από σώμα και να δέσουν τις άκρες των γλωσσών. Προσέφεραν στη μητέρα μία απροσδόκητη πιθανότητα σάρκινου χαμόγελου, και σε εκείνους τα ανύπαρκτα όρια της κοινής τους αυλής.



Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Buffalo 66



Μόνος. Νόμος. Το μαζί “μόλις μετά βίας χωρά στη ζωή αυτή”, είπε κάποιος σοφός μοναχός. Το ανεξάντλητα σημαίνον ΜΟΝΟς είναι το μόνο που εμπεριέχει τον ήρωα. Ίσως γιατί έχει μέσα του ένα πονεμένο ΟΝΟΜα, κομματιασμένο.

Του δόθηκε ένα όνομα από τη μητέρα του: Billy. Για να πληρώνει τους καφέ βρώμικους λογαριασμούς από τον καθρέφτη που είχαν αγοράσει οι γονείς του. Με αντίτιμο το σαρκίο του. Οι γονείς του τελικά του είχαν δώσει ένα δώρο, του εσωτερικού κενού που θα τον κινητοποιούσε να δημιουργήσει κάτι. Κι αν αυτός αισθάνεται απομονωμένος από τη ροή του έξω κόσμου, τόσο αφόρητα γεμάτος από το μέσα του και ζητά εμμονικά να το αδειάσει σε απόπατους, δε ζητά παρά το κενό του Άλλου. Κανείς δεν άκουσε το κλάμα του. Εκείνη όμως το έκανε. Άκουσε το Τίποτά του και του δίνει το στρογγυλό κενό που δεν ξέρει οτι έχει.

Το ζωογόνο κενό τους είναι το γέλιο που λείπει από το μεταξύ τους, αλλά του οποίου ακουμπούν συνεχώς την αίσθηση. Το γέλιο είναι το φαντασιακό τους παιδί. Το απαραίτητο κενό ανάμεσά τους για να αντέξουν να συγχωνευτούν στιγμιαία και μετά να επιπλεύσουν σε μία στιγμή θανάτου. Το κενό γίνεται ο κοινός καθρέφτης τους.

Κι άλλο κενό. Όπου για να εξαργυρώσει την πληγή από το σπασμένο του καθρέφτη, τον παλιό των γονιών του, δημιούργησε ξανά ένα δικό του όνομα, αυτό που έδωσε σε Εκείνη.
Εκείνη θα χορέψει τις κλακέτες του. Είναι μουσική το όνομα. Θα το κάνει, ένιωσε να ξυπνά το κενό μέσα της. Μπορεί να της πήρε μία βίαιη φωτογραφία, αλλά ήταν δική της. Απλώς ήθελε το χρόνο να φτάσει το φως.

Η αρχικά ενδιάμεση για τον Billy γυναίκα, μεταμορφώνεται μέσα από το φως του συντονισμού, του χρόνου, της επανάληψης, στη γυναίκα που βλέπει. Εκείνη σπάει απαλά τη σαπουνόφουσκα της εμμονής, μπορεί και αντέχει να την ενσαρκώσει.

Ο ήλιος τους είναι σκοτεινός και τους χαϊδεύει χάρτινα. Με τραύματα και ίχνη. Το φαντασιακό τους παιδί φορά γούνα καφέ κουνελιού, έτσι τους βρήκε να το προστατεύσουν. Νεκρό ή ζωντανό, δεν έχει σημασία, η ανάμνησή του είναι. Ο καφέ Billy μετουσιώνεται σε κιτρινόασπρο κουνέλι μέσα της. Οι δυο τους συν-κινούνται στους δρόμους ποιητικής πεζότητας με την καταστροφή απλώς μία οικεία πιθανότητα. Το βλέμμα τότε είναι σχεδόν χυδαίος πλεονασμός.

Ο Billy είναι πάντα μόνος. Αλλά πια είναι συν-κινημένος. Ακόμα κι αν η μηχανή του χαράζει κύκλους μοναχικούς, αυτοί επαναλαμβάνουν τον κύκλο που εμπεριέχει, από Εκείνη.

Αρκούσε ένα άγγιγμα κάτω από την καρδιά. Κάπου εκεί, στην αβοήθητη αιώρησή του, καθισμένος σε έναν καναπέ. Με τα τηλέφωνα ομφάλιους λώρους, να επιθυμεί να τον συνδέσουν αλλά να τον κόβουν βίαια. Το άγγιγμα του έρωτα υπαγόρευσε το ρυθμό της αιώρησης στην κοιλιά, τον αντιχρονισμό της σύνδεσης. Και το τηλεφώνημα συνέβη.
Οι δυο τους, τις σιδερένιες μήτρες τις πετούν με άγρια χαρά, να σπάσουν τους παλιούς καθρέφτες.
Το Μόνος είναι ο καθρέφτης του Μαζί, όταν δυο μόνοι αγκαλιάζονται και ακουμπούν τα μάτια τους. Και το, πια γούνινο, κουνέλι, τους χαμογελά. 


Το βλέμμα του ακούει


Διαβάσατε περισσότερο