Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Woody Allen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Woody Allen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Blue Jasmine

Η Jasmine προσγειώνεται στο σπίτι της αδελφής της, μετά από το ταξίδι της στο δικό της Λεωφορείο με το Όνομα “ο Πόθος”. Ξεπεσμένη νεόπλουτη, απατημένη από τον άντρα της που αυτοκτόνησε, στη φυλακή, μετά τη σύλληψή του για οικονομικές εξαπατήσεις προς πολλές κατευθύνσεις, ακόμα και προς την ίδια της την αδερφή. Η Jasmine βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης αλλά παράλληλα διαθέτει άσβεστη τη φιλοδοξία να μην απαρνηθεί τον ακριβό τρόπο ζωής της, ακόμα κι αν χρειαστεί να αλλάξει ταυτότητα -και όνομα-ξανά και ξανά.

Ο μόνος πόθος, η μόνη επιθυμία που διακατέχει την Jasmine, είναι η ύλη. Οι ανάγκες της έχουν συγχωνευτεί με τις επιθυμίες της και έχουν υπερχειλίσει το όριο του εαυτού της. Η ηρωίδα αδυνατεί να αποδεχτεί το ότι μέχρι τώρα ήταν απλώς έρμαιο της ύλης και ότι η επίδρασή της νάρκωσής της στο ζεστό κρεβάτι της πλασματικής ευημερίας έχει πλέον διακοπεί. Κι ο θεατής, αναπόφευκτα, προβάλλει στο σώμα της Jasmine όλες τις ξεπεσμένες (ή μήπως όχι ακόμα;) νεοπλουτίστικες νοοτροπίες των οποίων τα αποτελέσματα βιώνει καθημερινά.



Οι κόμποι που συγκρατούν την πλέξη του φιλμ αφορούν το Όνομα, την έννοια του Ανθρώπου, την Ύλη σε αντιδιαστολή με το Πραγματικό, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η εξάρτηση γίνεται το χρώμα του νήματος που διατρέχει αυτή την πλέξη. Τα ρούχα τόσο της Jasmine όσο και της μικρότερης αδερφής της, δεν πλέχτηκαν από μία “αρκετά καλή” μητέρα. Η μητέρα είχε αρκεστεί να αγοράζει ρούχα ψυχής έτοιμα, για τη μεγαλύτερη κόρη και η μικρότερη να φορά τα αποφόρια της. Και η εξαγορά των ρούχων δε θα μπορούσε παρά να είναι αναγκαίο να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

Ο χορός των ονομάτων και η μανία αυτοπροσδιορισμού που εκδηλώνεται μέσα από τη συνεχή εναλλαγή τους στοιχειώνουν την πρωταγωνίστρια, η οποία βλέπει τα πάντα γύρω της, ακόμα και την αδερφή της, ως άψυχα αντικείμενα, στα οποία δεν μπορεί να δώσει όνομα. Όλα βιώνονται σα να είναι προέκτασή της. Κι αν φαινομενικά η αδερφή της είναι ανθρώπινη και σάρκινη, έχοντας πετάξει την επιθυμία των πανάκριβων ρούχων από πάνω της, επί της ουσίας φοβάται να τολμήσει το να εκφράσει επιθυμία και ζει μέσα από την επιθυμία της αδερφής της. Το μόνο σημείο επαφής των δύο γυναικών είναι η ύλη, το πραγματικό. Τα πράγματα αποτελούν μικρά καθρεφτάκια - ψηφίδες ενός τεράστιου παραμορφωτικού καθρέφτη, που καμπυλώνεται σε μία γυάλινη ασφυκτική μήτρα και τελικά τις πνίγει.

Το σημαίνον εξάρτηση διατρέχει όλο το φιλμ, οι γονείς είναι κλασικά απόντες και αναφέρονται μόνο ως πηγές διάβρωσης. Κανείς δε βρέθηκε να ευνουχίσει “αρκετά καλά” τις δύο αδερφές. Η μία δεν ευνουχίστηκε ποτέ, ενώ η άλλη δεν πρόλαβε να δει τι είναι αυτό το οποίο της έχει στερηθεί από τη γέννησή της. Το να είσαι ένα εξανθρωπισμένο, ευνουχισμένο υποκείμενο, εδώ, αντιμετωπίζεται με τρόμο. Πόσοι συνειρμοί μπορούν να γεννηθούν από αυτή την αφετηρία, σχετικά με μία πτυχή της κρίσης, ενός κράτους που δεν “ευνούχισε” υγιώς τους πολίτες, που δαπανούσαν χρήματα χωρίς όριο και τώρα αναγκάζονται να αντικρίσουν την πραγματικότητα.

Η μόνη προσέγγιση του ανθρώπινου στοιχείου γίνεται μέσα από τη χρήση της άμυνας της διανοητικοποίησης, προς την κατεύθυνση της κλινικής αποστασιοποιημένης μελέτης του ανθρώπινου είδους. Η Jasmine θέλει να γίνει ανθρωπολόγος, όμως είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από το ο,τι μπορεί να σημαίνει “άνθρωπος”.

Το παγκάκι που αγκαλιάζει τη Jasmine, είτε βρίσκεται, όπως εδώ, στο Σαν Φρανσίσκο, είτε στη Νέα Υόρκη, έχει χαραγμένη τη λέξη πάνω του τη λέξη νεύρωση και κάπου εκεί συνηθίζει να κάθεται και ο Woody Allen. Ο συνήθης ψυχαναλυτής του πάρκου, στον οποίο ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται το παραλήρημά των χαρακτήρων. Αποκαλύπτεται η σκληρή, ειρωνική τρυφερότητα με την οποία ο σκηνοθέτης αγκαλιάζει τους ήρωές του, προσδίδοντας τους ανθρώπινη διάσταση με έναν απλό τρόπο: Ενώ είναι προσκολλημένοι στο πραγματικό, ταυτόχρονα συμβολοποιούν, εκφέρουν λόγο (έστω και παρά-λόγο). Το ότι οι θεατές γίνονται ακροατές της ομιλίας τους, εξανθρωπίζει τους χαρακτήρες, και αυτό είναι ο,τι μπορεί να προσφερθεί σε ένα άτομο που έχει χάσει όσα νόμιζε πως χρειαζόταν αλλά ποτέ δεν είχε πραγματικά ανάγκη. 



Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Ένας σουρεάλ εξωγήινος στα νερά του Παρισιού





                Αρχίζει το φιλμ "Μεσάνυχτα στο Παρίσι" και νιώθεις πως ξαφνικά ο τουριστικός οδηγός γίνεται τρισδιάστατος και από χάρτινος ανάγλυφος της Παναγίας των Παρισίων και του Σηκουάνα...Οι εικόνες όμορφες αλλά περίμενες το κάτι παραπάνω...Ανάμικτη με τη λατρεία του Γούντυ για Την Πόλη, ίσως είναι και μία αδιόρατη ειρωνεία σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται το Παρίσι στο σινεμά, ειδυλλιακό και χάρτινο.
                Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πως ο σκηνοθέτης με την ανεξάντλητη φαντασία αρκέστηκε στο να παρουσιάζει τους δρόμους του Παρισιού με τέτοιο συμβατικό τρόπο.  Όμως ίσως για τον Άλεν το Παρίσι δεν είναι αυτό που έχει ζήσει, γι αυτό και το περνάει κάπως πρόχειρα, ώστε να μην αφήσει παραπονεμένο το θεατή που αρέσκεται σε μία καρτ ποστάλ. Το Παρίσι για εκείνον είναι ο,τι δεν έζησε σε αυτό, και πώς διαπραγματεύεται ο ίδιος αλλά τελικά και ο θεατής το εξιδανικευμένο ανεκπλήρωτο παρελθόν του.
                Σιγοτραγουδά λοιπόν "let's do it" και βουτά σε ένα σουρεαλιστικό ποτάμι, τόσο ξένος και τόσο οικείος ταυτόχρονα, όσο και ο ήρωάς του, ένας σύγχρονος σταχτοπούτος, που πηγαίνει σε πολλούς τζαζ χορούς τα μεσάνυχτα, πάντα με την πιο ταιριαστή παρέα.  Το παιχνίδι παρελθόντος και παρόντος είναι ελκυστικό, και θέτει ίσως χιλιοειπωμένα ερωτήματα για το πόσο ζωογόνο είναι το να βιώνει κανείς το παρόν.
                Το να αφεθείς στο παρελθόν της αγαπημένης σου πόλης είναι σα να αφήνεσαι στον έρωτα άνευ όρων. Η αίσθηση θυμίζει κάποια παλιά που έχεις ξαναγευτεί, νομίζεις, κάποτε. Και έχεις ακούσει τόσα πολλά να λέγονται ή να γράφονται γι αυτό, που το να είσαι μέρος του παρελθόντος σου επιτέλους γίνεται συγκίνηση αξεπέραστη.  Το τώρα είναι το δυναμικό αποκρυσταλλωμένο χτες και το αύριο που δεν έχει σκοτωθεί από το όνειρό σου γι αυτό. Το ανέπαφο τώρα από το παρόν και το παρελθόν δε θα σε κάνει να βαρεθείς ποτέ.  Ένα ποτάμι που δε θα διστάσεις να κολυμπήσεις επειδή είναι πολύ κρύο ή πολύ ορμητικό. Ο εξιδανικευμένος έρωτας ανήκει στο παρελθόν ενώ ο αληθινός με σάρκα και οστά στο παρόν, κάτι που ο πρωταγωνιστής μας το βιώνει περπατώντας στη βροχή με απροσδόκητη παρέα...
                Ο Γούντυ δεν μπορεί παρά να μην αποφύγει να είναι αισθητά παρών μέσα στην ταινία, όπως και σε κάθε δημιουργία του., Για καλή μας τύχη, εδώ. περιορίζει την αυτοανάλυση, αφού ίσως νιώθει πια πως το συναίσθημα ξέρει πραγματικά, ενώ το μυαλό γράφει απλά για να μάθει...
                  Παρακλάδι της αμυγδαλιάς του έρωτα αποτελεί ο καρπός της έμπνευσης. Το φιλμ σα να αποτελεί φόρο τιμής στη στιγμή που η έμπνευση μιας ιδέας σε διαπερνά σα βέλος...Υπαινιγμοί για την παρθενογένεση στην τέχνη και την παραδοχή οτι για να σε βρει μια ιδέα, ακόμα κι αν είναι άλλου, εσύ είναι που τελικά θα είσαι δέκτης της και αναμορφωτής της, όπως στην απλά τέλεια σκηνή που ο ήρωάς μας προσπαθεί να μπει στο λαβυρινθώδες μυαλό του Μπονιουέλ, και να κάνει να φτερουγίσει μέσα του ένας άγγελος εξολοθρευτής. Και μια αξιοζήλευτη παρέα με Νταλί (παρεμπιπτόντως, ζωγραφίζει ο Μπρόντι στο ρόλο) και Μπονιουέλ, που όλοι θα θέλαμε να πιούμε λίγο κρασί ή ίσως λίγο αψέντι παρέα της και ο,τι ατάκα να ξεστομίζαμε, όσο παράδοξη, να είναι αποδεκτή...


                Eνώ οι πάντες ερωτεύτηκαν αυτή την ταινία, ίσως οι προσδοκίες μπορεί να κάνουν δύσκολη μια βόλτα στο Bateau mouche της...Aλλά...We will always have Paris  για να ακουμπάμε την κιθάρα μας με απλή μαγεία.





Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Ο ακαταμάχητα ανάλαφρος πεσιμισμός του Woody Allen

            Ο διάλογος με όσους παρακολούθησαν την τελευταία ταινία του Woody Allen You will meet a tall, dark stranger” οδηγεί σε συμφωνία ως προς το συμπέρασμα ότι, πιθανότατα, ο σκηνοθέτης εδώ συνοψίζει τις κύριες εμμονές/θεματικές του και πολλές από αυτές κατορθώνει να τις επαναπροσδιορίσει και να τις αναπλαισιώσει.
            Σκύβοντας πάνω από τον ψυχισμό του καλλιτέχνη, σαν  να παρακολουθούμε τον ατράνταχτο πεσιμισμό του να ξαλαφρώνει από τα χοντρά παλτά της Νταϊάν Κίτον για να φορέσει πιο ανάλαφρο ένδυμα. Στο τέλος της ταινίας, οι ηλικιωμένοι, σοφοί στην αφέλειά τους πρωταγωνιστές, ξεκουράζονται με ελαφρή ενδυμασία στο βρετανικής προέλευσης παγκάκι. Φαίνεται πως η αποστασιοποίηση από την υπερεμπλοκή και την ομφαλοσκόπηση στη Νέα Υόρκη κάνει καλό στο σκηνοθέτη.


            Από τον τίτλο ακόμη ο θεατής προδιατίθεται πως κάτι θα συμβεί. Το αν αυτό θα είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο πάντα παραμένει ένας ημιτελής συλλογισμός. Αν όμως κάποτε η απάντηση του Woody Allen ήταν λουσμένη στη σκιά, τώρα είναι διαφορετική (κάτι που ήδη είχε αρχίσει να διαφαίνεται με το match point): εξαρτάται από το ποια οπτική γωνία το βλέπεις.
Η επιλογή λοιπόν του σκηνικού από τη μία αποστασιοποιείται εκ νέου, τοποθετώντας τη δράση στο Λονδίνο, από την άλλη αναφέρεται διακριτικά στο νευρωσικό παρελθόν του, ακόμα και μέσα από τις ’70 λεπτομέρειες του διαμερίσματος του κουρασμένου ζευγαριού.
Η προφητεία του μέντιουμ για τον ψηλό μελαχρινό ξένο εκπληρώνεται κατ’ αρχάς σε ένα πραγματικό επίπεδο, για τα κοντινά συγγενικά πρόσωπα της, αρχικά, απελπισμένης ηλικιωμένης πρωταγωνίστριας. Η κόρη της γνωρίζει τον καινούριο της εργοδότη, με ακριβώς την περιγραφόμενη από τον τίτλο εμφάνιση (ψηλός, μελαψός). Αυτός παραμένει ξένος, αφού η ηρωίδα δεν κατορθώνει να τον προσεγγίσει. Το ίδιο συμβαίνει και στον συγγραφέα με την ψηλή μελαχρινή μούσα του, αλλά και στον πρώην, πια σύζυγό της, που γνωρίζει κι αυτός μια ψηλή ξένη, με πολύ σκούρο-σκοτεινό παρελθόν. Το πραγματικό αυτό επίπεδο τη υλοποίησης της προφητείας είναι ενδεικτικό και από την περισσότερο ή λιγότερο άμεση σύνδεση των εν λόγω ξένων με την επαγγελματική επιτυχία και οικονομική ασφάλεια των ηρώων, η οποία δε φαίνεται, παρά τις προσδοκίες τους , τελικά να επιτυγχάνεται ή να διατηρείται..
Φαίνεται πως η λύση που δίνει ο Woody Allen για κάθε μια από τις υποϊστορίες ποικίλλει. Για τη γυναικεία φιγούρα η προφητεία δεν έχει αίσια κατάληξη, κάτι που δε συμβαίνει με τις δυο αντρικές, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση. Κατακτούν το αντικείμενο του πόθου τους, ενώ ο γηραιότερος επιτυγχάνει  έναν ακόμη στόχο,δηλαδή να αναπληρώσει τον αρσενικό διάδοχο που είχε χάσει. Ένα βήμα προς την πολυπόθητη σε αυτή την κρίσιμη ηλικία αθανασία που μέσω γυμναστηρίου πάσχιζε να κερδίσει και που  η πρώην γυναίκα του, με την πίστη της στη μετενσάρκωση, προσέγγισε ομολογουμένως πιο αναίμακτα.
Η περίπτωση του συγγραφέα φαίνεται να έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τον ήρωα του Match Point. Κερδίζει όσα είχε στοχεύσει, αφού το μπαλάκι έπεσε στη δική του πλευρά και με τη γυναίκα που επιθύμησε αλλά και με το μυθιστόρημα που σφετερίστηκε. Μοιράζεται, ωστόσο, την ίδια αποπροσωποποιημένη κατάσταση  με τον πρώτο ήρωα και προκαλεί το ίδιο συναίσθημα.
Αλλά και για το χαρακτήρα του Άντονυ Χόπκινς ακόμα, το μπαλάκι της πατρότητας του δεν έχει διαλέξει ακόμη πλευρά. Παρενθετικά, ας σημειωθεί πως εντυπωσιάζει η προσωπική δουλειά του Allen πάνω στη θεματική του ώριμου ηλικιακά άντρα, παθιασμένου με μια πολύ μικρότερή του κοπέλα. Στις περισσότερες ταινίες του, πρόκειται για μια εξιδανικευμένη, λαχταριστή όσο και αγνή παιδούλα. Τώρα παρουσιάζεται  μια καρικατούρα, ίσως στην προσπάθειά του να ελέγξει την περιγραφή αυτού του πάθους, παραπαίοντας ανάμεσα στο δίπολο πόρνης και αγίας ως προς τη θεώρηση της νεαρής γυναίκας.
Η ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια διαφέρει από τους γύρω της στο εξής: έχει πίστη που απορρέει από το πάθος της για ζωή, χωρίς να αποφεύγει να περπατάει χέρι χέρι με την εξάρτησή της από το αλκοόλ, μια τόσο ανθρώπινη αδυναμία που αποκαλύπτει την ανάγκη της ταυτόχρονα να ρουφήξει τη ζωή της και να μεθύσει από αυτή. Δεν είναι τυχαίο που η κόρη της, όταν όλα διαλύονται γύρω της καταφεύγει κι εκείνη στο αλκοόλ. Όχι πως και οι υπόλοιποι ήρωες δεν είχαν πίστη. Είχαν στον εαυτό τους, σε ένα επιφανειακό όμως επίπεδο. Πιθανότατα επρόκειτο όμως για μια προσπάθεια υπεραναπλήρωσης ενός βαθύτατου αισθήματος προσωπικής ανεπάρκειας.
Η γιαγιούλα λοιπόν τόλμησε να πιστέψει σε κάτι έξω από αυτή: το μεταφυσικό που κάποιοι θα ονόμαζαν Θεό. Ουσιαστικά και πάλι πρόκειται για τον εαυτό της, επενδυμένο όμως με τη  μαγική ιδιότητα να μένει ως ενέργεια, αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου. Έτσι αψηφά το μεγαλύτερο φόβο, σε τελική ανάλυση, όλων τους, το θάνατο. Η ίσως πιο αστεία ατάκα της ταινίας, πως όλοι θα συναντήσουμε τελικά έναν ψηλό, σκοτεινό ξένο, που θα μας μεταφέρει με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο, αναφέρεται ακριβώς σε αυτό το φόβο.
Ενδεικτικό, άλλωστε,  είναι πως για την ηλικιωμένη γυναίκα, το εισιτήριο για τον έρωτα με όλες τις αυταπάτες που τον συνοδεύουν ήταν ντυμένο με  τον μανδύα του θανάτου. Για εκείνη,  φαινομενικά τουλάχιστον, το μπαλάκι έπεσε από τη μεριά της. Σίγουρα ο έρωτάς της δε θα είναι απόλυτος (ο παππούς αγαπά ακόμη τη νεκρή σύζυγο), αλλά ούτε και ανεκπλήρωτος. Από τη βικτωριανή εποχή και την –αμφισβητούμενη -γαλλική φινέτσα, καταλήγει στη Ζαν ντ’ Αρκ, ταυτιζόμενη με την εκκεντρική Αγία. Το πολυπόθητο happy (;) end αποζημιώνει το θεατή για τα έντονα προηγούμενα συναισθήματα αβοήθητου μπροστά στο αίνιγμα του έρωτα. 

Φαίνεται λοιπόν, πως ο Woody Allen, μέσα από αλλεπάλληλες επανορθωτικές επαναλήψεις της νεύρωσής του καταφεύγει στο ανοίκειο και το μαγικό, για να προχωρήσει, ταυτιζόμενος μέσα από την κεντρική ηρωίδα ακριβώς με αυτό: τη γυναίκα, terra incognita, μαγική και απόμακρη, αλλά πια για εκείνον λίγο πιο προσβάσιμη. Αυτή είναι για εκείνον η θεόρατη, μυστηριώδης ξένη που θέλει και αρχίζει να συναντά. 

Διαβάσατε περισσότερο