Μόνος. Νόμος. Το
μαζί “μόλις μετά βίας χωρά στη ζωή
αυτή”, είπε κάποιος σοφός μοναχός. Το
ανεξάντλητα σημαίνον ΜΟΝΟς είναι το
μόνο που εμπεριέχει τον ήρωα. Ίσως γιατί
έχει μέσα του ένα πονεμένο ΟΝΟΜα,
κομματιασμένο.
Του δόθηκε
ένα όνομα από τη μητέρα του: Billy.
Για να πληρώνει τους καφέ
βρώμικους λογαριασμούς από τον καθρέφτη
που είχαν αγοράσει οι γονείς του. Με
αντίτιμο το σαρκίο του. Οι γονείς του
τελικά του είχαν δώσει ένα δώρο, του
εσωτερικού κενού που θα τον κινητοποιούσε
να δημιουργήσει κάτι. Κι αν αυτός
αισθάνεται απομονωμένος από τη ροή του
έξω κόσμου, τόσο αφόρητα γεμάτος από το
μέσα του και ζητά εμμονικά να το αδειάσει
σε απόπατους, δε ζητά παρά το κενό του
Άλλου. Κανείς δεν άκουσε το κλάμα του.
Εκείνη όμως το έκανε. Άκουσε το Τίποτά
του και του δίνει το στρογγυλό κενό που
δεν ξέρει οτι έχει.
Το ζωογόνο κενό
τους είναι το γέλιο που λείπει από το
μεταξύ τους, αλλά του οποίου ακουμπούν
συνεχώς την αίσθηση. Το γέλιο είναι το
φαντασιακό τους παιδί. Το απαραίτητο
κενό ανάμεσά τους για να αντέξουν να
συγχωνευτούν στιγμιαία και μετά να
επιπλεύσουν σε μία στιγμή θανάτου. Το
κενό γίνεται ο κοινός καθρέφτης τους.
Κι άλλο κενό.
Όπου για να εξαργυρώσει την πληγή από
το σπασμένο του καθρέφτη, τον παλιό των
γονιών του, δημιούργησε ξανά ένα δικό
του όνομα, αυτό που έδωσε σε Εκείνη.
Εκείνη θα χορέψει
τις κλακέτες του. Είναι μουσική το όνομα.
Θα το κάνει, ένιωσε να ξυπνά το
κενό μέσα της. Μπορεί να της πήρε μία
βίαιη φωτογραφία, αλλά ήταν δική της.
Απλώς ήθελε το χρόνο να φτάσει το φως.
Η αρχικά
ενδιάμεση για τον Billy
γυναίκα, μεταμορφώνεται
μέσα από το φως του συντονισμού, του
χρόνου, της επανάληψης, στη γυναίκα που
βλέπει. Εκείνη σπάει απαλά τη σαπουνόφουσκα
της εμμονής, μπορεί και αντέχει να την
ενσαρκώσει.
Ο ήλιος τους
είναι σκοτεινός και τους χαϊδεύει
χάρτινα. Με τραύματα και ίχνη. Το
φαντασιακό τους παιδί φορά γούνα καφέ
κουνελιού, έτσι τους βρήκε να το
προστατεύσουν. Νεκρό ή ζωντανό, δεν έχει
σημασία, η ανάμνησή του είναι.
Ο καφέ Billy μετουσιώνεται
σε κιτρινόασπρο κουνέλι μέσα της. Οι
δυο τους συν-κινούνται στους δρόμους
ποιητικής πεζότητας με την καταστροφή
απλώς μία οικεία πιθανότητα. Το βλέμμα
τότε είναι σχεδόν χυδαίος πλεονασμός.
Ο Billy
είναι πάντα μόνος. Αλλά πια είναι
συν-κινημένος. Ακόμα κι αν η μηχανή του
χαράζει κύκλους μοναχικούς, αυτοί
επαναλαμβάνουν τον κύκλο που εμπεριέχει,
από Εκείνη.
Αρκούσε ένα
άγγιγμα κάτω από την καρδιά. Κάπου εκεί,
στην αβοήθητη αιώρησή του, καθισμένος
σε έναν καναπέ. Με τα τηλέφωνα ομφάλιους
λώρους, να επιθυμεί να τον συνδέσουν
αλλά να τον κόβουν βίαια. Το άγγιγμα του
έρωτα υπαγόρευσε το ρυθμό της αιώρησης
στην κοιλιά, τον αντιχρονισμό της
σύνδεσης. Και το τηλεφώνημα συνέβη.
Οι δυο τους, τις
σιδερένιες μήτρες τις πετούν με άγρια
χαρά, να σπάσουν τους παλιούς καθρέφτες.
Το Μόνος είναι
ο καθρέφτης του Μαζί, όταν δυο μόνοι
αγκαλιάζονται και ακουμπούν τα μάτια
τους. Και το, πια γούνινο, κουνέλι, τους
χαμογελά.