Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Monsieur Lazhar

One Art - Elizabeth Bishop, Geography III (1977)

 The art of losing isn't hard to master;
 so many things seem filled with the intent
 to be lost that their loss is no disaster.

 Lose something every day.  Accept the fluster
 of lost door keys, the hour badly spent.
 The art of losing isn't hard to master.

 Then practice losing farther, losing faster:
 places, and names, and where it was you meant
 to travel.  None of these will bring disaster.

 I lost my mother's watch.  And look! my last, or
 next-to-last, of three loved houses went.
 The art of losing isn't hard to master.

 I lost two cities, lovely ones.  And, vaster,
 some realms I owned, two rivers, a continent.
 I miss them, but it wasn't a disaster.

 ---Even losing you (the joking voice, a gesture
 I love) I shan't have lied.  It's evident
 the art of losing's not too hard to master
 though it may look like (Write it!) like disaster.







Η παιδική ηλικία και το πένθος φαίνονται εκ πρώτης όψεως δύο έννοιες άβολα συνταιριασμένες. Είναι απορίας άξιο πόσο εύκολα η διαίσθηση των πιο μικρών και η ανοιχτότητά τους στο θάνατο περνά στη λήθη από τους μεγαλύτερους. Οι μεγάλοι απορούν άκομψα μπροστά στην παράξενη εξοικείωση των παιδιών με το θάνατο, μία απορία που αναδεικνύει η μάσκα που έχουν επιλέξει, αυτή της αναπαράστασης μία εξιδανικευμένης “αγαθής” παιδικής ηλικίας. Όμως το μαύρο είναι ένα ακόμα χρώμα στην παλέτα της ζωής και οι μικροί σε ηλικία άνθρωποι φαίνεται να αγκαλιάζουν τη σκιά του.

Κάθε μέρα, τα παιδιά στο σχολείο, μέσα στην ωμή χαρά τους, πενθούν κάτι. Τη χαμένη σχόλη, το χρόνο της ανάπαυσης που- τι έκπληξη, είναι δυνατό να χρησιμοποιείται με τρόπο πνευματικά ωφέλιμο, το αυθόρμητο παιχνίδι. Το σχολείο, όμως, κλείνει τα μάτια αμήχανα μπροστά στις πιο φυσικές καταστάσεις ροής της ζωής. Ο έρωτας, ο θάνατος, το παιχνίδι, η γνησιότητα, όλα αυτά, οξύμωρα, πεθαίνουν, για χάρη της συμμόρφωσης.

Ο “Εξαιρετικός κύριος Λαζάρ”, αποφεύγει να “ποιήσει” κάτι συνειδητά, με γραφίδα τις αφηγηματικές τεχνικές του κινηματογράφου. Προτιμά να αφήσει το θεατή, με το χρόνο του, να μπει ο ίδιος σε μία ποιητική διαδικασία. Το κάνει με την ίδια ταπεινότητα και την παλιομοδίτικη εκφραστικότητα του πρωταγωνιστή, κατ' ουσίαν εκπαιδευτικό, και μέσα από το ίδιο το θέμα του, που παντρεύει το πένθος με τη μετανάστευση. Η διχοτόμηση “ζωντανός-μη ζωντανός” πιάνει από το χέρι εκείνη του “μετανάστης-μη μετανάστης”. Όπως όλες οι απλουστευτικές διχοτομήσεις που απαλύνουν την υπαρξιακή αγωνία που μας προκαλεί ένα αδιέξοδο κατανόησης του κόσμου, συσκοτίζοντας την έννοια που τις διέπει: άνθρωπος.

Παρακολουθούμε την απώλεια να γίνεται μια χιονόμπαλα που ξεκίνησε από την Αλγερία, παρασύροντας στο πέρασμά της πόνο και χρυσαλλίδες, για να συναντήσει, στον Καναδά, τα χέρια δύο παιδιών, δίνοντάς τους την ευκαιρία να παίξουν μαζί της και να γευτούν λίγο από την παγωνιά της. Οι λέξεις-σημαίνοντα που μένουν ανείπωτα συσσωρεύονται και η χιονόμπαλα μετατρέπεται σε μία πιεστική χιονοστιβάδα.

Όλα τα μικρά καθημερινά πένθη που ζει κανείς σε ένα σχολείο συμπυκνώνονται στο μυστηριώδη χαμό μίας δασκάλας. Η απελπιστικά πιεστική ανάγκη να ονοματιστεί κάποιος ένοχος για τις απώλειες είναι ένα από τα πιο ισχυρά διακυβεύματα της ταινίας, αλλά είτε αυτό συμβεί, είτε όχι, οι σχέσεις που απομένουν είναι αυτό που τελικά διαφαίνεται όταν το χιόνι λιώνει. Το πένθος δεν είναι μόνο για τη δασκάλα, ή τη χαμένη οικογένεια του νέου δασκάλου. Είναι και της μικρής μαθήτριας για την παρουσία της μητέρας που κάθε φορά χάνεται και εμφανίζεται, και της λείπει τόσο πολύ. Είναι και για μια χαμένη πατρίδα. Είναι και για μία χαμένη ευκαιρία να γίνεις ζευγάρι. Είναι και για τη μπάλα που ο μικρός μαθητής έλαβε πίσω, μαζί με την αξιοπρέπειά του, από τα στοργικά χέρια του δασκάλου-ανθρώπου, τη μπάλα που είχε με θυμό πετάξει στο πρόσωπο στη χαμένη δασκάλα του, επειδή ποτέ του δεν της είχε ζητήσει να του την προσφέρει.

Τα παιδιά, οι μικροί άνθρωποι,οι άνθρωποι-βλαστοί, έχουν γεννηθεί για να παίζουν. Το σχολείο όμως κάθε άλλο παρά σχόλη θυμίζει. Κάθε μέρα, εκεί, συντελείται μία μικρή, πένθιμη, βραχύβια διεργασία για αυτή τη μέρα της σχόλης που έφυγε χωρίς επιστροφή και πήγε τα παιδιά ένα βήμα πιο κοντά στην ενήλικη ζωή. Με όρια χωρίς νόημα και νοήματα δοσμένα χωρίς όρια

Το παιχνίδι, όμως, τη φύση, δύσκολα μπορεί κανείς να την καταπνίξει. Η μπάλα που ρίχνει το ένα παιδί στο άλλο, η μήτρα της χαράς, θα ξεπεταχτεί και θα πάει ψηλά, ακόμα και αν οι “μεγάλοι”, με τα γυαλιά πρεσβυωπίας τους, τα μαλλιά κομμωτηρίου τους, τους ψυχολόγους τους, τις άδειες άσκησης επαγγέλματος και τα πρωτόκολλά τους, συγχέουν την ανηλικότητα με την παιδικότητα

Ένα σμήνος από χρυσαλλίδες δραπετεύει από την τάξη και στέκεται πάνω στη χιονόμπαλα που έχει έρθει από μακριά. Τα παιδιά τη μεταμορφώνουν σε μία ζωηρά κόκκινη μπάλα. Παίζουν με αυτή και περιπαίζουν το Θάνατο. Η μπάλα τελικά αφήνεται να κυλήσει μακριά (θα τα ξαναβρεί, αναπόφευκτα) και εκείνος κάθεται κάπου εκεί, στην αυλή, μαζί τους, συμφιλιωμένος με την περιορισμένη δύναμή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάσατε περισσότερο