Στην Ανατολία, νιώθεις πως οι
μπογιές που ζωγραφίζουν ήρωα και τοπίο αναμιγνύονται νοσταλγικά με καμβά το νέο
φιλμ που δικαίωσε το θεσμό τον Καννών, αποκτώντας το χρυσό φοίνικα φέτος. Ταινία
με επίκεντρο τους άντρες και φόντο της γυναίκες, ανατολίες που ξημερώνουν μέσα
από τη δύση τους.
Ένας ύποπτος για φόνο και μία
ταινία δρόμου, μια σιωπηλά εκτροχιασμένη αναζήτηση της δικαίωσης του νεκρού, με
τους ήρωες να αποτελούν όλοι μαζί τα μέλη που συνθέτουν ένα οργανικά
ενοποιημένο πορτραίτο αντρικής ψυχοσύνθεσης. Το παράπονο των τριών πιθήκων
παραμένει ζωντανό και κάθε πίθηκος σκαρφαλώνει σε ένα από τα ισάριθμα
περιπολικά.
Ο ένας ρίχνει στις πληγές του
άλλου το γάλα που όλοι νοσταλγούν και προβάλλει την ανάγκη για να χωθεί στη
ζεστή αγκαλιά της αχανούς άμμου. Όλοι οι επιβάτες μιλούν, εκτός από τον ύποπτο,
που βλέπει και ακούει, ίσως περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει, ακόμα κι
όταν ζητά να έχει άλλο όνομα μπαίνοντας σε μια μπανιέρα, αυτός που του το δίνει
είναι ο ίσκιος του δαίμονά του. Οι ένστολοι, αναμενόμενο, δεν αφουγκράζονται,
ακούν τυφλά εντολές χωρίς να ανοίγει ποτέ το αυτί και να αγκαλιάζει μια ιδέα, μόνο
στείρες λέξεις. Διασχίζοντας και προσπερνώντας τις ομιλίες τους, ο σκηνοθέτης προτιμά
να κάνει τα μάτια μας να ακολουθήσουν ένα μήλο, που λέει το ποιήμα του
κυλώντας.
Ξαφνικά, ο νόμος γίνεται ιδέα που ρίχνει κεραυνούς πάνω από
τους ουρανούς τους και ο γιατρός Δίας, τρομάζει με την ικανότητά του να
αφοπλίζει και να αφοπλίζεται. Καμιά φορά ο ρόλος αυτός μυρίζει ταυτόχρονα
ματαιότητα και ασφάλεια. Τότε, η θεραπεία και ο αφοπλισμός γίνονται έννοιες
συναφείς, συμφιλιώνοντας στο μέσα του γιατρού την αβάσταχτη ανάγκη για εγγύτητα
με την καθόλα ανθρώπινη επαγγελματική
αποστασιοποίηση. Ο νόμος είναι φροντίδα και αφήνει να γεννηθεί ισορροπία, με
τον κοσμικό εκπρόσωπο του νόμου, τον αξιωματικό, να την αμφισβητεί γόνιμα, και
να πληρώνει τίμημα μια λυτρωτική εξομολόγηση.
Οι τρεις πίθηκοι μοιάζουν
γιατροί, συστήνουν να βλέπεις, να ακούς και να μιλάς, περιοδικά, με συντονισμένη
κυκλικότητα και εναλλαγή…Αφού δεν μπορεί κανείς να αποφύγει να σκοτώνει με τα
λόγια, ας έχει μάτια και αυτιά ανοιχτά, ώστε από το φόνο να γεννηθεί κάτι. Με
αυτή τη σκέψη κατεβαίνουν από την οροφή των περιπολικών και τρυπώνουν στα μάτια
του δράστη και ταυτόχρονα στα δικά μας… Το βλέμμα του παιδιού τα έχει πει όλα
λίγο πριν, κλείνοντας μέσα του ένα χωριό το ενώνει ο θάνατος.
Κάθε πίθηκος έπραξε ένα φόνο και
είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου του φόνου που ανατέλλει στην πορτοκαλένια
πεδιάδα. Και όλα αυτά με την παιχνιδιάρικη διάθεση που έχει ένα παιδί όταν
μυρίζει πορτοκάλι και θέλει να το πετάξει στον άλλον δίπλα του για να γελάσει. Και
με θύμα τελικά ένα παρόν, που το θανατώνεις βάζοντας το «κάποτε» την ώρα που το
διηγείσαι…