Για κάποιους
η κάθοδος στην κόλαση είναι φυσική. Η
φωτιά τους τροφοδοτεί με καπνό για να
ανασάνουν. Για το κορίτσι του Terry
Gilliam είναι μία ελεύθερη
πτώση σε ένα θαυματουργό λαγούμι. Που
σε κουράζει πριν φτάσεις στον πάτο
έχοντας το βλέμμα πάνω της.
Στο σπίτι
του κοριτσιού οι φωνές όλων τους
εκτοξεύονται σε παράλληλες τροχιές και
τα βλέμματα προσκρούουν οπουδήποτε
εκτός από εκεί που θα φώλιαζαν. Η ντροπή
μπερδεύεται για αγάπη. Οι στιγμές για
ευτυχία. Και τα στάχυα για λιβάδια.
Οι γονείς
ρίχνουν σπόρο μέσα από μια σύριγγα για
να ανθίσει στο φόβο η ομορφιά. Δεν το
ήθελαν, αλλά έτσι μπόλιασαν στο κορίτσι
την ικανότητά του να γίνεται η μητέρα
του εαυτού του. Τα μαύρα μαλλιά του
γίνονται κουρτίνες προστασίας και η
βαλίτσα που κρατά αναλαμβάνει, εκείνη,
να το κουβαλάει και να το ξεκουράζει.
Αντί να καθρεφτίζεται μπροστά σε δυο
μάτια, βρίσκεται μόνη της σε ένα σκληρό
γυαλί που περιέχει περισσότερα από ένα
ματωμένο κρεβάτια. Με μαμάδες καρφωμένες
στα δάχτυλα μόνο ένα τρένο της είχε
μείνει. Να συνομιλεί μαζί του ουρλιάζοντας
πως δε χόρτασε.
Το κορίτσι
ζητά να το αφήσουν να κολυμπά, κρυμμένο
μέσα στα ίδια στάχυα με ένα αγόρι με
διάφανο δέρμα και να βλέπουν μαζί
σκιουράκια να χορεύουν με βατράχους.
Aρνείται να φτάσει στον
πάτο του λαγουμιού, ξέρει πως θα μυρίζει
φωτιά. Αποσπά τις μαμάδες από τα δάχτυλα
και η νέα μορφή δημιουργείται.
Ανθίζει η
μητέρα του εαυτού της. Μια μητέρα που
ριζώνει ανάποδα.