Κάτι γίνεται,
κάτι κινείται, η γενιά μας προβληματίζεται, καταβαραθρώνεται και γεννά
διαμάντια. Μετά τη σπουδή πάνω στον αιώνιο εγκλεισμό στη μήτρα της ελληνικής
οικογένειας από τον Κυνόδοντα, υπάρχει φαίνεται ελπίδα για τον οικογενειακό πυρήνα, ακόμη και αν είναι κάπως διαφορετικός από αυτό που έχουμε συνηθίσει. Είναι σκληρό, αλλά η προσαρμογή στα νέα
δεδομένα είναι αναπόφευκτη.
Ο τίτλος αναφέρεται
στον επιστήμονα και τα ντοκιμαντέρ που έγιναν-εν μέρει- όχημα ενηλικίωσης για
μια κοπέλα που μεγαλώνει με τον πατέρα της. Όλα τα συνοδά συμπτώματα της εποχής
μας είναι παρόντα: παρατεταμένη εφηβεία (στα 23 το κορίτσι αρχίζει και αναζητά
την ταυτότητά της έξω από το σπίτι), μονογονεϊκή οικογένεια. Τα ντοκιμαντέρ
αυτά φαίνεται να έμαθαν στο κορίτσι τη
συμφιλίωση με την ιδέα ότι προερχόμαστε από τους χιμπαντζήδες, αποδοχή της
–ταπεινής-καταγωγής μας. Η ελευθερία να κραυγάσεις και για μια στιγμή να επανέλθεις
στην κατάσταση που κάποτε ένιωθες άνετα.
H ατμόσφαιρα είναι κοφτερή
σαν Κυνόδοντας, αλλά στο Attenberg
της Τσαγγάρη ξετυλίγεται μια αισιόδοξη οπτική. Ο πατέρας δεν είναι παντοδύναμος,
αλλά τρωτός, ανθρώπινος. Αντί να οδηγήσει την κόρη του στη μήτρα του
πορτμπαγκάζ, προτιμά να την ωθήσει να
οδηγήσει το αμάξι επιλέγοντας εκείνη προορισμό. Αντί να της φορέσει με το ζόρι
φτερά αγγέλου, εκείνη βρίσκει την ατομική ελευθερία, ανακαλύπτοντας μόνη της τα
φτερά στην πλάτη της.
Οι σκηνές με τις
τελετουργικές μάχες και προοδευτική αποδόμηση σημαινόντων (η ραγδαία ανταλλαγή
λέξεων) πάνω σε ένα κρεβάτι, φωνάζοντας, είναι ενδεικτικές. Πατέρας και κόρη
φτάνουν κατ’ επανάληψη στη ρίζα του
συμπλέγματος και αυτό απωθείται. Δεν είναι μια μεμπτή κατάσταση αλλά ένα δώρο
Θεού. Μήπως δε γίνεται κάτι ανάλογο και με τη σεξουαλική επαφή, μόνο που εκεί
δεν υπάρχει η ανάγκη της διαμεσολάβησης των συμβόλων, αφού όλα δεν μπορεί να
είναι παρά πραγματικά και απτά;
Η σεξουαλικότητα , όμως για την ηρωίδα, είναι απλά μια επιλογή. Στον αντίποδα το
Κυνόδοντα που δεν υπήρχε καμία δυνατότητα επιλογής, εδώ όλες είναι ανοιχτές και
όλες αποδεκτές. Παράλληλα, το κορίτσι έχει αποδεχτεί τη σεξουαλική της ανωριμότητα
αλλά είναι πρόθυμη να εξερευνήσει τις εναλλακτικές που έχει στη διάθεσή της.
Όπως τα άσπρα σπιτάκια, παρατεταγμένα στη σειρά, η Μαρίνα παρατάσσει σημαίνοντα-λέξεις
για να τα βάλει σε τάξη. Αυτή η τάξη είναι ακόμη πιο απαραίτητη με την απουσία
της μητέρα. Η απουσία της έκανε εφικτή την πιθανότητα πραγματοποίησης της
ασυνείδητης επιθυμίας της να τη σκοτώσει και να πάρει τη θέση της. Η επένδυση
της ηρωίδας μας στον πατέρα είναι μαζική αφού μητέρα δεν υπάρχει, για εκείνη αυτός
είναι και μάνα και πατέρας. Η σχέση τους, με διαρκή συνομιλία μεταξύ τους
απομυθοποιεί τη σεξουαλικότητα στην ενοχική της διάσταση. Τα αιμομικτικά άγχη
καυτηριάζονται αφήνοντας τις λέξεις σαν ουλές.
Υπάρχει η πλευρά
της, λοιπόν, που δεν αντέχει τις γυναίκες και εκείνη που τις εξιδανικεύει. Τελικά,
προχωρά στην τέχνη της ένωσης της με έναν άντρα, χωρίς λόγια, κάνοντας το
σύμπλεγμα τον δυο τους ένα νέο σύμβολο για εκείνη. Για να επενδύσει σε έναν άλλο
άντρα, ίσως ο πραγματικός θάνατος του πατέρα να ήταν απαραίτητος εκτός από το
συμβολικό. Ο πατέρας, όσο κι αν φαινομενικά προωθεί την ασυδοσία, θέτει ένα
σαφέστατο όριο στην παροχή στην κόρη του, τόσο πραγματικά όσο και συμβολικά.
Για παράδειγμα, της παραδίδει τρία (μεταβατικά?) αντικείμενα, προσωπικά του, και
τέρμα. Όταν, σε μία σκηνή ξανασυστήνονται, τα όρια μεταξύ τους είναι σαφή.
Είναι ισότιμοι αλλά αυτός παραμένει ο «μπαμπάς» ή ο κύριος Σπύρος, ποτέ σκέτο
Σπύρος.
Αυτός ο πατέρας
έχει επιλέξει να μεγαλώσει το παιδί του μακριά από τον, άυλο τουλάχιστον
πολιτισμό, αφού ο ίδιος τον έχει απορρίψει και αναδιαμορφώσει. Σε μία χώρα
χωρίς βιομηχανική ανάπτυξη επιλέγει μία περιοχή που υπάρχει η διαμεσολάβηση της
μηχανής για να μετουσιώσει την πρώτη ύλη σε πολιτισμό. Έτσι διαμεσολαβούν οι
λέξεις, για να βάλουν σε τάξη τις ορμές. Με κάθε ευκαιρία, συμβολοποιεί τον ευνουχισμό
του, απόλυτο για τον ίδιο, απαράβατο νόμο για την κοπέλα. Για εκείνη είναι ένα ά-σεξουαλικό
όν.
Δε
συμβαίνει το ίδιο, ωστόσο, και για τη φιγούρα της φίλης, ως alter ego, της πρωταγωνίστριας, η
οποία γεννά ερωτήματα. Καθόλου τυχαίο πως σε μία παρέα μετά το τέλος της ταινίας
είναι ο λιγότερο κατανοητός χαρακτήρας. Πρόκειται για μια άχρωμη περσόνα, χωρίς
παρελθόν, παρόν και μέλλον. Χρησιμεύει, με έναν, πολλές φορές στα όρια μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας, τρόπο, να ωριμάσει η πρωταγωνίστρια. Γι αυτή την
ωρίμανση, ο χρόνος που προφέρει η φίλη ως φιγούρα, είναι πολύτιμος για τις
πειραματικές ταυτίσεις της. Με τη χρήση της πρόκλησης, η φιγούρα λέει αλήθειες,
ψιθυρίζει τους φόβους και τις πιο έντονες ανασφάλειες και τελικά τη λυτρώνει
κρατώντας της το χέρι, όταν εκείνη αγγίζει τα ακροδάχτυλα του πατέρα της πριν
εκείνο βυθιστεί στο ταξίδι του.
Η -ίσως
φανταστική- φίλη της παίρνει τη θέση της μαμάς της, της γυναίκας του μπαμπά της,
που η ηρωίδα του την προσφέρει αντί για την ίδια. Στην παραλία, αναπαριστάνοντας
την πρωταρχική σκηνή ένωσης των δύο γονιών, ο φροντιστικός πατέρας κλείνει τα
μάτια του στο κορίτσι του αποτρέποντας τον τραυματισμό της από την
παρακολούθηση.
Η
ιδιαίτερη και πολυσχιδής αυτή ισοτιμία μεταξύ πατέρα και κόρης είναι δυνατό να
εκληφθεί ως παρέκκλιση ή παραμέληση. Μια δεύτερη ματιά, ίσως πιο εύστοχη, μπορεί
να την εκλάβει ως μία νέα πρόταση οικογενειακού μοντέλου. Μπορεί να
υπαγορεύτηκε ακόμα και από την μοναξιά του πατέρα, που ζητά ένα φίλο και τον
δημιουργεί στο πρόσωπο της κόρης. Το παιδί βουτάει από μικρό στα βαθιά, για να
μπορέσει να επιπλεύσει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της πολυπλοκότητας της
σύγχρονης κοινωνίας. Τα καταφέρνει, σκορπίζοντας τα άγχη της μαζί με τις στάχτες
του πατέρα και «les yeux dans les yeux et la
main dans la main» με τον άντρα που ήρθε η ώρα να συναντηθεί.