Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που μιλούσε πολύ αργά και όλοι τον καταλάβαιναν
με δυσκολία, κοιτάζοντάς τον με απορία. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, μία αγαπημένη
γυναίκα που του θύμιζε κάποια γλυκιά μορφή από παλιά τον πήγε σε έναν κύριο,
που είχε τη φήμη ότι θα μπορούσε να τον
κάνει καλά. Από τη στιγμή που ο βασιλιάς πέρασε το κατώφλι της πόρτας, το
προσωπείο που τον έντυνε λησμονήθηκε και δεν έμεινε παρά μόνο ένα παιδί.
Ήταν το παιδί εκείνο που το ταλαιπώρησε ένας σκληρός μπαμπάς παραμπουκώνοντάς
το με βόλους και διατάζοντάς το με αυταρχισμό να στρογγυλεύει ή να καταπίνει τα
λόγια του. Το φοβισμένο πλασματάκι που λίγο πριν ήταν κρυμμένο από την αντηλιά
του μεγαλύτερου αδερφού του και πεινούσε για μια καλή κουβέντα και φροντίδα. Το
πιτσιρίκι με το κοφτερό μυαλό που αντί να αναλώνεται στη ναρκισσιστική ενασχόληση
του να απολαμβάνει τον ήχο της φωνής του παρατηρούσε, κατέγραφε, μάθαινε και
αισθανόταν τα πάντα γύρω του. Που αγαπούσε με ειλικρίνεια, χωρίς να τον ενδιαφέρει
η επιστροφή. Η ανάληψη της εξουσίας ήταν μόνο η αφορμή. Για να την επωμιστεί είχε
να μάθει πώς να μεταγγίζει τις σκέψεις του σε έναν λαό που τον είχε ανάγκη.
Αυτό που αντίκρισε ο μικρός μας, πια, βασιλιάς όταν διάβηκε την πόρτα του
θεραπευτή του, ήταν ένας καλοσυνάτος κυριούλης, που σε τίποτα δεν του θύμιζε
την πελώρια μορφή που κάποτε του προκαλούσε σάστισμα και του μούδιαζε τη γνάθο,
εμποδίζοντας το παιδί να την καλέσει κοντά του. Κύριος χαμογελαστός και κάπως
αστείος, που όμως του έθεσε από την αρχή πολύ αυστηρά όρια. Κάτι του έλεγε όμως
πως πίσω από το σοβαρό του ύφος αχνόφεγγε ένα χαμόγελο.
Έτσι, κάθισαν και οι δυο τους στο χαλί και άρχισαν να παίζουν με τους βόλους.
Κάθε βόλος περιτυλιγμένος με έναν ήχο, καλοειπωμένο, και ένα νόημα. Το παιδί μάθαινε πώς να χειρίζεται τους βόλους, ώστε να ρέουν στα δάχτυλά του, να τους
στέλνει στον κυριούλη και άλλοι να μένουν στην αγκαλιά εκείνου, άλλοι να
δραπετεύουν από τα χέρια του με κρότο και μερικοί να φεύγουν και να γυρνούν πίσω
ξαλαφρωμένοι από ήχο και σημασία. Πετούσε λοιπόν τους βόλους, φορείς νοήματος,
πότε με ρυθμό, πότε τραγουδώντας, πότε με ειλικρινή θυμό. Καμία φορά τους συντρόφευε και η αγαπημένη γυναίκα στο παιχνίδι τους. Και ευχαριστήθηκε το
παιχνίδι, κι όταν κουράστηκε ξαφνικά βρέθηκε να κάθεται σε μια καρέκλα που είχε
κουρασμένα πόδια από το βάρος των προκατόχων της.
Στη δύσκολη στιγμή, που είχε κάποιους να φροντίσει, είπε να τους βάλει κι
εκείνους στο παιχνίδι, που τους έβλεπε λυπημένους και αποκαρδιωμένους. Πέταξε τους
βόλους ψηλά στον ουρανό, γλίστρησαν τα περιτυλίγματα, έβγαλαν φτερά και μετά το
ταξίδι τους κατέληξαν στις παρειές κάποιων που αγωνιούσαν να δροσιστούν και να
παρηγορηθούν. Και τα δικά του παιδάκια τον ένιωσαν πιο κοντά τους, ακόμα κι από
τότε που μοιραζόντουσαν το πιο κρυστάλλινο γέλιο.
Επιλέγοντας την αποστασιοποίηση από τα σκοτεινά υπόγεια θρησκευτικών ναών
και παλατιών, περιβάλλει κανείς με φροντίδα αυτό το μικρό παιδί που μπόρεσε να έχει
τη δύναμη να παίζει, ακόμα κι αν είχε στην πραγματικότητα ίσως παραμεγαλώσει
γι αυτό…