Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

The King’s speech: Ο βασιλιάς που μάθαινε να παίζει με τους βόλους





Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που μιλούσε πολύ αργά και όλοι τον καταλάβαιναν με δυσκολία, κοιτάζοντάς τον με απορία. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, μία αγαπημένη γυναίκα που του θύμιζε κάποια γλυκιά μορφή από παλιά τον πήγε σε έναν κύριο, που είχε τη φήμη ότι θα μπορούσε  να τον κάνει καλά. Από τη στιγμή που ο βασιλιάς πέρασε το κατώφλι της πόρτας, το προσωπείο που τον έντυνε λησμονήθηκε και δεν έμεινε παρά μόνο ένα παιδί.
Ήταν το παιδί εκείνο που το ταλαιπώρησε ένας σκληρός μπαμπάς παραμπουκώνοντάς το με βόλους και διατάζοντάς το με αυταρχισμό να στρογγυλεύει ή να καταπίνει τα λόγια του. Το φοβισμένο πλασματάκι που λίγο πριν ήταν κρυμμένο από την αντηλιά του μεγαλύτερου αδερφού του και πεινούσε για μια καλή κουβέντα και φροντίδα. Το πιτσιρίκι με το κοφτερό μυαλό που αντί να αναλώνεται στη ναρκισσιστική ενασχόληση του να απολαμβάνει τον ήχο της φωνής του παρατηρούσε, κατέγραφε, μάθαινε και αισθανόταν τα πάντα γύρω του. Που αγαπούσε με ειλικρίνεια, χωρίς να τον ενδιαφέρει η επιστροφή. Η ανάληψη της εξουσίας ήταν μόνο η αφορμή. Για να την επωμιστεί είχε να μάθει πώς να μεταγγίζει τις σκέψεις του σε έναν λαό που τον είχε ανάγκη.
Αυτό που αντίκρισε ο μικρός μας, πια, βασιλιάς όταν διάβηκε την πόρτα του θεραπευτή του, ήταν ένας καλοσυνάτος κυριούλης, που σε τίποτα δεν του θύμιζε την πελώρια μορφή που κάποτε του προκαλούσε σάστισμα και του μούδιαζε τη γνάθο, εμποδίζοντας το παιδί να την καλέσει κοντά του. Κύριος χαμογελαστός και κάπως αστείος, που όμως του έθεσε από την αρχή πολύ αυστηρά όρια. Κάτι του έλεγε όμως πως πίσω από το σοβαρό του ύφος αχνόφεγγε ένα χαμόγελο.
Έτσι, κάθισαν και οι δυο τους στο χαλί και άρχισαν να παίζουν με τους βόλους. Κάθε βόλος περιτυλιγμένος με έναν ήχο, καλοειπωμένο, και ένα νόημα. Το παιδί μάθαινε πώς να χειρίζεται τους βόλους, ώστε να ρέουν στα δάχτυλά του, να τους στέλνει στον κυριούλη και άλλοι να μένουν στην αγκαλιά εκείνου, άλλοι να δραπετεύουν από τα χέρια του με κρότο και μερικοί να φεύγουν και να γυρνούν πίσω ξαλαφρωμένοι από ήχο και σημασία. Πετούσε λοιπόν τους βόλους, φορείς νοήματος, πότε με ρυθμό, πότε τραγουδώντας, πότε με ειλικρινή θυμό. Καμία φορά τους συντρόφευε και η αγαπημένη γυναίκα στο παιχνίδι τους. Και ευχαριστήθηκε το παιχνίδι, κι όταν κουράστηκε ξαφνικά βρέθηκε να κάθεται σε μια καρέκλα που είχε κουρασμένα πόδια από το βάρος των προκατόχων της.  



Στη δύσκολη στιγμή, που είχε κάποιους να φροντίσει, είπε να τους βάλει κι εκείνους στο παιχνίδι, που τους έβλεπε λυπημένους και αποκαρδιωμένους. Πέταξε τους βόλους ψηλά στον ουρανό, γλίστρησαν τα περιτυλίγματα, έβγαλαν φτερά και μετά το ταξίδι τους κατέληξαν στις παρειές κάποιων που αγωνιούσαν να δροσιστούν και να παρηγορηθούν. Και τα δικά του παιδάκια τον ένιωσαν πιο κοντά τους, ακόμα κι από τότε που μοιραζόντουσαν το πιο κρυστάλλινο γέλιο.
Επιλέγοντας την αποστασιοποίηση από τα σκοτεινά υπόγεια θρησκευτικών ναών και παλατιών, περιβάλλει κανείς με φροντίδα αυτό το μικρό παιδί που μπόρεσε να έχει τη δύναμη να παίζει, ακόμα κι αν είχε στην πραγματικότητα ίσως παραμεγαλώσει γι αυτό…

Παίζοντας με τους βόλους....

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Anti-Social Network




Ήταν, μάλλον, θέμα χρόνου μέχρι το πανί να πάρει κάτι από την αίγλη της οθόνης του υπολογιστή σε φόντο λευκό και μπλε. Ο David Fincher αρέσκεται στην απαγγελία ιστοριών για την πάλη του άντρα με έναν αντίπαλο, που τελικά δεν είναι άλλος από τον πιο βαθύ, πρωτόγονο φόβο του. Είτε αυτός είναι, ενδεικτικά,  η παραβίαση (Panic room, με γυναίκα εδώ πρωταγωνίστρια, με αρρενωπά χαρακτηριστικά-καθόλου τυχαία η επιλογή της Jodie Foster), είτε ο φθόνος που φτάνει σε ναρκισσιστική συγχώνευση (Seven), η φθορά (the Curious Case of Benjamin Button) ή ο βίαιος του εαυτός (Fight Club, Zodiac).
            Στην περίπτωση του δημιουργού του Facebook, η έλλειψη αποδοχής που βιώνει ο ήρωας από τα πρώτα λεπτά της ταινίας και η υψηλή του νοημοσύνη τον βοηθούν να δημιουργήσει μια ευκαιρία για επανόρθωση. Πιθανότατα διακατέχεται από μία αίσθηση στέρηση της επιλογής του να είναι αποδεκτός ή όχι από τους άλλους. Έτσι, δημιουργεί ένα περιβάλλον προσαρμοσμένο στα μέτρα του. Άλλωστε, υποστηρίζεται πως ευφυής άνθρωπος είναι εκείνος που δημιουργεί το πιο κατάλληλο περιβάλλον για τον ίδιο. Δεν είναι τυχαίο που η λέξη κλειδί στο FB, αυτή που κάνει ισχυρό το χρήστη αφορά το δίπολο Αποδοχή-Απόρριψη. Ανάμεσα στα άκρα αυτού του τεντωμένου σκοινιού προσπάθησε να κινηθεί ο ήρωάς μας.
            Φαίνεται σαν όλα να ξεκίνησαν με την πάλη με την πατρική φιγούρα με τρόπαιο τη γυναίκα-μητέρα, πάντα ψυχρή, αδιάφορη, απορριπτική. Ο ήρωας διχοτομεί την ταυτότητα της αντρικής-πατρικής φιγούρας σε καλή και κακή. Προσπαθεί να την  αποκαταστήσει, αλλά με δόλια μέσα. Ουσιαστικά αντιμάχεται τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλη μια συνηθισμένη θεματική στον Fincher, είτε μιλάει για το νεαρό και τον πιο ηλικιωμένο εαυτό, είτε για το δυνατό και τον αδύναμο, είτε για τον τιμωρό και το διώκτη, που τελικά αποτελούν δύο αλληλοεξαρτούμενα μισά, με τον πλέον εγκλωβιστικό αυτιστικό τρόπο. Στις ακραίες τους εκφράσεις δεν ανατροφοδοτούν ο ένας τον άλλο, αλλά περισσότερο αντιμάχονται.
            Αυτό που πυροδοτεί, λοιπόν, τη δημιουργία του facebook, είναι  ο θυμός που έχει μετατρέψει τον ψυχισμό του ήρωα σε ηφαίστειο που βράζει. Στην απόρριψη από τη γυναίκα προστίθεται η απόρριψη από πολλαπλά αντίγραφα πατρικής φιγούρας (η αδελφότητα των φοιτητών), κάτι που τον ωθεί να «σκοτώσει» το καλό μέρος της και να ενσωματώνει το κακό, ταυτιζόμενος μαζί του. Χρειάζεται όμως και καλά κομμάτια από τους γύρω του ως σπόρους ευεξίας μέσα του, και τι πιο απλό από να τα δημιουργήσει ο ίδιος. Χαρακτηρίζεται από ένα καταναγκασμό να χαντακώσει καθένα γύρω του, βλέπει τον άλλο σαν ένα από τετραγωνάκι που έχει τη δύναμη με ένα κλικ να το σβήσει, να το εμφανίσει, να το τσιγκλήσει. Γίνεται ένας μικρός Θεός, ελέγχοντας έναν τεράστιο οργανισμό. Πασχίζει να τον κρατήσει ζωντανό, να υπεραναπληρώσει την έλλειψη επικοινωνίας. Μόνο που δεν έχει υπολογίσει ότι αυτός ο οργανισμός γίνεται ολοένα και πιο υπερτροφικός. Τα μέλη του είναι το καθένα στον μικρόκοσμό του, υπάρχει επικοινωνία αλλά όχι καλή αιμάτωση. Έτσι, αυτός ο γίγαντας γίνεται οκνηρός, βραδυκίνητος, αυτό-απορροφούμενος, αποκομμένος από τους υπόλοιπους οργανισμούς. Η υγεία του βρίσκεται σε κίνδυνο, ήδη τα μέλη του βλέπουν τα πρώτα σημάδια κόπωσης, όταν δεν ξοδεύονται στην απόλαυση που τους προσφέρει η απώλεια ελέγχου. Ο έλεγχος δεν είναι δικός τους αλλά αποτελεί τελικά μια αυταπάτη. 


        
 Όλα αυτά τα ψηφιακά πλακίδια αποτελούν μικρά κάτοπτρα, όπου ο πρωταγωνιστής αρχικά και τελικά ο καθένας μας, προβάλλει τις επιθυμίες, τις φαντασιώσεις, τις προσδοκίες γι αυτό που θεωρεί επιθυμητό, αλλά και όλα τα ανομολόγητα κομμάτια του. Θα ήθελε να τα αναπτύξει, αλλά είναι πολύ πιο εύκολο και «ασφαλές» αν διατείνεται ότι τα διαθέτει, αφού και ο άνθρωπος στην ψηφίδα είναι έτοιμος να τα πιστέψει και να επαναπαυτεί.
Παρατεταγμένα όλα τα πρόσωπα, το ένα δίπλα στο άλλο, επιτρέπουν στους υπόλοιπους να σχετιστούν με τους άλλους, μόνο με εκείνα τα κομμάτια τους που επιθυμούν. Το Facebook φαίνεται σαν μια διαμεσολαβητική μηχανή ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Καταργεί την παραδοσιακά γνώριμη αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Συζητήσεις 10 λεπτών στο τηλέφωνο μετατρέπονται σε δίωρες φεισμπουκικές. Η ανταπόδοση των συναισθημάτων αποτυγχάνει και όλη η ανάγκη για έκφραση θα μπορούσε ακόμα και να παρερμηνευτεί ως μια λάθος πληκτρολόγηση (:-)). Ακόμα και να χαμογελάσουν οι χρήστες, αντί να προβούν σε κάτι στιγμιαίο και αυθόρμητο, πατούν πλήκτρα και  μέχρι να τελειώσει η αλληλουχία τους το χαμόγελο έχει χαθεί. Το λαμπερό καθρέφτισμα των ματιών μας στα μάτια του άλλου υποσκελίζεται από την υποψία μιας ανθρώπινης σκιάς που μόλις γυαλίζει, στο σκοτάδι, στην οθόνη του υπολογιστή.
Η τελική σκηνή συμπυκνώνει όλη την αγωνία του ήρωα. Δεν φαίνεται να λυπάται ιδιαίτερα που απέρριψε τον μόνο του φίλο, για χάρη κάποιου που τον πρόδωσε. Όσο ακόμα μπορεί να κάνει ένα κλικ και να δοκιμάσει την τύχη του στην αποδοχή, ελπίζει. Φυσικά θα προστατεύεται πάντα από το γυαλί της οθόνης, θα είναι αυτό η  παγωμένη κουβέρτα που θα παρηγορεί τους φόβους τους και θα τον κάνει να περιμένει ασφαλής. Μαζί με κάποια εκατομμύρια δολάρια παραπάνω, ώστε να προμηθεύεται την πιο παχιά πλέξη. 

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

200 Cigarettes







Υγεία σε σώμα και νου, αγάπη, αισιοδοξία και έμπνευση!

Αν και καθυστερημένα, λόγω αδυναμίας πρόσβασης στο internet, μία πρόταση για μια πολύ χαριτωμένη πρωτοχρονιάτικη ταινία, όσο ακόμα είμαστε σε ανάλογο κλίμα...




Διαβάσατε περισσότερο