Ως αντίβαρο στη Χειμερία Νάρκη, που σημαίνει τη στροφή προς τον εαυτό και τη διατροφή σώματος και ψυχής με ο,τι έχει περισσυλεχθεί στην περίοδο της εγρήγορσης, o Ceylan δημιουργεί το πιο εξωστρεφές φιλμ του μέχρι σήμερα. Ένα δράμα δωματίου, όπου τις συνομιλίες παρακολουθούν με ευχαρίστηση ο Τσέχωφ, ο Σούμπερτ και ο Μπέργκμαν. Όλοι οι ήρωες, με αφετηρία τον πρωταγωνιστή Aydin που κατακλύζεται από first world problems, μιλούν, εκφράζονται, με λόγο όμως που βουτά στον ίδιο του τον εαυτό χωρίς να μπορεί να δει τον απέναντι.
Εδώ, οι βράχοι γίνονται η πραγματική φωνή και δίνουν μικρά κομμάτια τους στα παιδιά ώστε εκείνα να αφυπνίσουν τους ενήλικες. Οι μεγάλοι όμως τους κοιτούν με το ένα μόνο μάτι ανοιχτό, ανίκανοι να τα φροντίσουν.
Ο Aydin ζει τη θαλπωρή της άνεσης ενώ οι υπόλοιποι παλεύουν να ζήσουν και από αυτή τη θέση ισχύος κρίνει και κατακρίνει. Μία παραβολή για την εξουσία, την κρίση και την αδικία, όπως εκλύονται από τον πυρήνα του υπογείου ενός ξενοδοχείου μέσα από τις μυρωδιές διχοτομημένων από το χρήμα ανθρώπων.
Η διχοτόμηση όμως δεν αφορά μόνο το χρήμα, αλλά και την παρουσία του από δυο ανικανοποίητες γυναίκες λόγω της ψυχρότητας και της αδιαφορίας του. Πίσω από το συγκαταβατικό του ύφος, που η κάμερα φροντίζει και ταυτόχρονα με τις λήψεις της κατακρίνει (κοντινά και γενικά σε μία εναλλαγή που τον κάνει πότε κυρίαρχο και πότε υποτελή) η σκέψη του έχει παγώσει. Στέκεται στην κορυφή ενός βουνού όπου το κρύο δεν του αφήνει καμία άλλη σκέψη στο μυαλό παρά μόνο ότι βρίσκεται ψηλά.
Η ιστορία ενός μειλίχιου διαννοούμενου δυνάστη, προκλητικού όσο και η φόρμα και η διάρκεια αυτού του φιλμ, που με τις εικόνες του αποτυπώνει το μεγαλείο και τη ματαιότητα του να κοιτάς την Ανατολία χωρίς να μπορείς να αγγίξεις το χώμα της.