Είναι
άραγε άδικο, ή, όπως αναρωτιέται η ταινία,
μη ηθικό, να πέφτει κανείς απλώς από το
ίδιο του το βάρος, αγνοώντας
ο,τι και όποιον τον σπρώχνει προς τη μία
ή την άλλη κατεύθυνση;
Ίσως η
ποίηση να μπορεί να χωράει στους τέσσερις
τοίχους ενός αστυνομικού τμήματος, αν
είναι βαμμένοι πράσινοι. Ακινησία,
νεκρική σιγή, στεγνή κλινική της ηθικής,
οι λέξεις μόνο με ειρωνεία χρωματισμένες
και σταματημένος χρόνος, αφήνουν χώρο
στην εικόνα, δημιουργώντας σκηνές
αφαιρετικής ποίησης.
Δύο
άνθρωποι που κινούνται άτακτα στο ηθικό
δίπολο καθαρός-βρώμικος, ανάμεσα στις
ζωογόνες εξαρτήσεις και εμμονές τους,
προσεκτικά τακτοποιημένες. Ένα τσιγάρο
που ακροβατεί συνομιλεί με έναν πύργο
από ποτήρια. Δύο άνθρωποι, νεκροί έτοιμοι
να ξυπνήσουν, που η τύχη τους ενώνει και
τους χωρίζει.
Η γόνιμη
διασταύρωσή τους μοιάζει, προς το παρόν,
αδύνατη, αφού εκείνος έχει ένα μοναδικό
σύστημα ηθικής, με καθολική πίστη στον
υγιή πυρήνα κάθε ανθρώπου, ενώ εκείνη
είναι στην αρχή του να χτίσει κάτι
αντίστοιχο, ξεκινώντας όμως από τον
αντίθετο πόλο: την παντελή έλλειψη του
άλλου ως κομμάτι της ηθικής της. Το όλο
και το τίποτα ενώνονται, και προκύπτει
κάτι με προοπτική, ένα τοπίο με τα χρώματα
και των δύο, που ίσως κάποτε κοιτάξουν
μαζί, ώστε τελικά να κοιταχτούν στα
μάτια, ως άνθρωποι.
Οι
συνδέσεις με το τι είναι ηθικό και τι
όχι στην κοινωνία, συγκριτικά με την
ψυχική ζωή ενός ανθρώπου που επιθυμεί
να είναι ελεύθερος, προκύπτουν αβίαστα
στο χώρο που προσφέρει η κινηματογραφική
γλώσσα και οι απέριττες ερμηνείες, ενώ
η νοσταλγία κάποιου πράγματος που κάποτε
ίσως να ήταν γεμάτο και τώρα πια είναι
άδειο είναι απλωμένη σε κάθε πλάνο.
Τελικά,
χτίζεται μία κοινή προσωπική ηθική και
για τους δυο ανθρώπους, που ανοίγει την
αισιόδοξη προοπτική της ελευθερίας του
να είναι όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά και
αυτό να σου προσφέρει την ασφάλεια της
επιλογής του να είσαι δίκαιος απέναντι
στον εαυτό σου. Να πέφτεις με το ίδιο
σου το βάρος και να μη ντρέπεσαι να
αφήσεις κάποιον άλλον να το δει.
Moveit
Moveit