To Amour φαίνεται μια ταινία που εισέβαλε στο συλλογικό ασυνείδητο μιας κοινωνίας σε (προ-)κρίση. Οι σκόρπιες κουβέντες με τους ανθρώπους αλλά και με τον εαυτό, αποκαλύπτουν τις άμυνες που ο καθένας εκμυστηρεύεται πως, περισσότερο ή λιγότερο επιστράτευσε, προκειμένου να αντεπεξέλθει στην εκπολιτισμένη βιαιότητα την οποία καλείται να υπομείνει κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης. Ο Michael Haneke φυτεύει ένα φιλμ στο μέσα σου και αφήνει στο χρόνο να ξεπαγώσουν οι εντυπώσεις.
Η έννοια που φαίνεται να ψηλαφίζεται είναι το πάντρεμα αγάπης και ηθικής, σεβασμού και αξιοπρέπειας, με το πρόσχημα της διαλεκτικής περί ευθανασίας. Ο πρώτος από τους συνειρμούς που κάνει κανείς με αφορμή το σημαίνον “amour” είναι ο αμοραλισμός. Ηθική, αυτόνομα αποφασισμένη, με προσωπική ευθύνη, που οι συμπτώσεις το φέραν να ταιριάζει με την ηθική ενός άλλου ανθρώπου. Μακριά από κάθε ίχνος “πολιτισμένης” ενοχής.
Η ιστορία του ζευγαριού σημαδεύεται από το θάνατο της γυναίκας, ο οποίος συμβαίνει νωρίς αλλά αφήνει σιγά σιγά τη μυρωδιά του κατά τη διάρκεια του, κατά τ' άλλα, ψυχρά άοσμου φιλμ. Ένα ιδεατά ίσως ισότιμο ζευγάρι, που κοιμάται σε χωριστά δωμάτια, αφού έχει κατακτήσει την ασφάλεια της ψυχικής επαφής. Ο κάθε ένας είναι ελεύθερος και ασφαλής ώστε να αισθάνεται μόνος, ταυτόχρονα αισθανόμενος την παρουσία του Άλλου. Μία κοινωνικά ασυνήθιστη έννοια.
Η ασθένεια που παρουσιάζεται, παραπέμπει στο ασθενές περιρρέον κλίμα, πτώση από ασανσέρ προς μία παιδικότητα ασθενή, που θέτει σε πρώτο πλάνο τη διάσταση της ανάγκης, και λιγότερο της απενοχοποίησης. Άνθρωποι με ανάγκες, δέσμιοι από κοινωνικές επιταγές που θέτουν στους εαυτούς τους όρια δίχως νόημα, με όρους σε πραγματικό επίπεδο που μετρούνται με χρήματα και όχι με συμπεριφορές. Άνθρωποι πολύ μακριά από το να είναι ελεύθεροι, η ποιότητα των οποίων συμπυκνώνεται με το χαρακτήρα του ενήλικου παιδιού του ζευγαριού, που εκπροσωπεί το πραγματικό στη σαρκική και χρηματική του διάσταση.
Η προσωπική ευθύνη η οποία απλόχερα της παραδόθηκε από τους γονείς της διαβρώθηκε από τις κοινωνικές απαιτήσεις. Το πεπρωμένο κάθε παιδιού που βγαίνει στην κοινωνία για να ανακαλύψει οτι μόνο η δυστυχία του να μπει στα στερεότυπα της είναι λύση για να ενταχθεί, αν δεν έχει την τύχη να συναντήσει τον άνθρωπο που θα έχει χτίσει ένα αντίστοιχο προσωπικό ηθικό σύστημα με εκείνου. Είναι η μόνη, άλλωστε, που φέρει στο λόγο της τις σεξουαλικές συνευρέσεις των γονιών της, ή τα χρήματα, ή άβολες επώδυνες καταστάσεις, όπως η απιστία μεταξύ συντρόφων, που δημιουργούν οι ίδιοι οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τις αδικαιολόγητες τύψεις που τους έχει φορτώσει η κοινωνία απέναντι στην ελευθερία τους.
Οι δυο γονείς, αντίθετα, μιλούν με αξιοπρέπεια για μουσική, τέχνη, θέατρο, έχουν δημιουργήσει πολλούς ενδιάμεσους φαντασιακούς χώρους, ώστε η πραγματικότητα με την πεζότητά της να καταλαμβάνει την απολύτως απαραίτητη θέση ανάμεσά τους. Ενδεικτική είναι η σκηνοθετική σύνδεση κατά την οποία ο πρώτος εγκεφαλικός θάνατος της γυναίκας συμβαίνει κατά την ώρα που ασχολείται με κάτι πραγματικό, και όχι την ώρα που π. χ. συναντά το πιάνο της και διαμέσου αυτού τον άντρα της.
Το ζευγάρι της ιστορίας, κάθε φορά που ξάπλωνε, μεγάλωνε το παιδί του κοινού εαυτού του. Τι κι αν το σώμα του ενός πρόδωσε το κοινό τους αρμονικό μόρφωμα. Μαζί με την κόρη τους, το σάρκινο παιδί, ίσως καταδικασμένο να διαβρωθεί από τις κοινωνικές επιρροές, που ωστόσο ζει, αυτόνομο και αυτάρκες και έχοντας βιώσει και εσωτερικεύσει την τριαδική σχέση, υπάρχει ταυτόχρονα ένα κοινό φαντασιακό παιδί. Από τη στιγμή που το βλέμμα του ενός συνάντησε το βλέμμα του άλλου, συνέβη η σύλληψή του.
Το παιδί αυτό, ως περιστέρι, δραπετεύει από την αποτυχημένη μορφή υλικού πολιτισμού και αποχαιρετά ένα κοινό εσωτερικευμένο συμβολικό δωμάτιο, από όπου απλώς ήρθε η ώρα, στη ροή της φύσης, τα μέλη του ζευγαριού να φύγουν. Το παιδί που οι δυο τους μεγάλωναν από κοινού κάτω από ένα μαξιλάρι.
Ψυχογραφήματα