Με το Wasted Youth φαίνεται καθαρά πως o ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος, με επίκεντρο την εφηβεία, έχει γίνει για μας πιο επίκαιρος από ποτέ. Το μοτίβο είναι πια κλασικό. Μία…σκυλίσια καυτή μέρα από τη ζωή ενός έφηβου (το Hundstage δικαιώνεται ως άξιο αναφοράς), που εμφανίζεται επί της ουσίας μόνος, χωρίς την παρουσία γονέων, πειραματίζεται φυσιολογικά με τα πάντα και ο δρόμος του τον οδηγεί σε μια καταστροφή.
Την προηγούμενη χρονιά επιχειρήσαμε να επαναστατήσουμε χωρίς προσανατολισμό αλλά με αιτία. Και αναπόφευκτα οι προβολείς πότισαν τα χλωμά ή σκουρόχρωμα πρόσωπα των οικοδεσποτών της πλατείας, πάνω στα σκεϊτμπορντ.
Χωρίς να είναι έτοιμοι ακόμη να το διατυπώσουν , οι έφηβοι οσφραίνονται την αδικία σε ο,τι έρχεται και σε ο,τι τους έχει ήδη συμβεί. Τι κι αν εκεί μακριά κάνουν λίγο περισσότερα τσιγάρα, ή η στεγνή απεικόνιση του σεξ τους είναι πιο οικεία; Επιτέλους, τα παιδιά του Gus Van Sant μαθαίνουν ελληνικά. Άλλωστε κι εκείνα μέσα στην εκεί κρίση αναπτύχθηκαν. Ο Ελέφαντας που οδήγησαν οι έφηβοι αυτοί έλιωσε συνομηλίκους και γονείς. Έγινε θύτης που εξαργυρώνει τη θυματοποίηση από την απουσία των γονιών. Δεν είναι πουθενά για να θέσουν όρια.
Η έμπνευση προέρχεται, και στις δύο περιπτώσεις, από γεγονότα που ανατρίχιασαν την κοινή γνώμη και εγκαινίασαν θλιβερές επετείους. Είτε μιλάμε για τον Ερικ Χάρις και τον Ντύλαν Κλεμπόλντ, είτε για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, οι έφηβοι κάνουν τα σώματά τους καμβάδες για να χρωματιστεί η κοινωνική έκπτωση.
Οι δικοί μας γονείς, δεν αντέχουν να μην υπάρχουν. Δεν μπορούν να μην αγαπούν. Το όριο έχει χαθεί. Πανταχού παρόντες και υπερπροστατευτικοί, τελικά αντίθετοι με την υγιή γονεϊκή λειτουργία που μαθαίνει στα παιδιά να ζουν χωρίς αυτούς. Ο ήχος του πυροβολισμού είναι η κραυγή των γονέων που έχουν κουραστεί να αγαπούν με τον μάταιο τρόπο αυτό. Ο αστυνομικός-μεταφορά του πατρικού νόμου, που πάτησε τη σκανδάλη, έκανε πράξη αυτή την, υπαγορευμένη από τις συνθήκες, παθητική επιθετικότητά τους.
Η ευημερούσα εφηβεία της γενιάς του ’90 έκρυβε στα σπλάχνα της μια άλλη, σκοτεινή και πιο φτωχή, με τα Βόρεια να βρίσκουν καταφύγιο στο Σύνταγμα. Το ρόλο της μάνας τον παίζει μια πόλη που τους μαθαίνει να μοιράζονται ένα σουβλάκι. Ο πρωταγωνιστής πιπιλίζει από ένα ψυγείο γάλα και νοσταλγεί την εποχή που η πηγή ήταν ζεστή. Οργώνει με το σκειτμπορντ μια στείρα μητρική πισίνα. Ο πατέρας του έχει ήδη δώσει την ευθύνη του νόμου της ζωής του, χωρίς να του διδάξει πώς να τη διαχειριστεί. Του νόμου που χαστουκίζει, μήπως και από τον κρότο ξεπηδήσει μία κλωστή για να περιφράξει την ορμή και να προσφέρει το όριο. Και η μητέρα σε ανάγκη, γλυκιά αλλά ανήμπορη, απούσα επίσης.
Η μεγαλύτερη αξία της ταινίας ίσως δεν συνίσταται στην πρωτοτυπία ή στην αρτιότερη υλοποίηση της ιδέας. Το πιο σημαντικό είναι ότι αναδεικνύει τον αναβρασμό που δημιουργεί η κοινωνική προς-τριβή που οδηγεί σε θερμότητα «που τρελαίνει τους ανθρώπους» όπως ακούγεται από την αγαπημένα οικεία Θέμιδα Μπαζάκα. Η ταινία αποτελεί ένα χωνευτήρι ήδη κλασικών επιρροών: Gus van Sant, Harmony Korine, Larry Clark, αλλά και κάτι από Gaspar Noe στους ρυθμούς.
Το κοινό εξοικειώνεται με ένα ύφος τόσο ταιριαστό στην εποχή, low Budget, ανεξάρτητο και, στις απαρχές του τουλάχιστον, αυθεντικό (ίσως ο Larry Clark το παράκανε στις τελευταίες του ταινίες με την άσκηση ύφους) με υπόκρουση κιθάρας και της ρόδας τους σκειτ στη φιλόξενη άσφαλτο. Έννοιες όπως δημόσιο, βόλεμα, κρίση, βία, υλική επίδειξη (πανέξυπνη η σκηνή του γάμου), εμβληματικά σημεία που στριφογυρνάν πάνω από τα κεφάλια μας σε συζητήσεις τη μόδας συμπυκνώνονται ποιητικά στο φιλμ. Και κυρίως η έννοια της παιδικότητας, λέξη κλειδί για την εποχή μας και την «παθούσα» γενιά της παρατεταμένης μετεφηβείας.
Το Wasted Youth στο Move it