Το διπλό, θηλυκό
και αρσενικό της ανθρώπινης φύσης ξετυλίγεται από τις πιο μικρές χειρονομίες ως
τις πιο μεγάλες αποφάσεις. Όλοι φλερτάρουν, αργά ή γρήγορα με την ιδέα, πόσοι
όμως εμπεριέχουν τη δύναμη ή την τρέλα να προσεγγίσουν αυτό το δίπτυχο λίγο
παραπάνω, χωρίς να φοβούνται να μην τσουρουφλιστούν; Ο σκηνοθέτης της «Στρέλλας», Πάνος Κούτρας, τολμά και δικαιώνεται.
Είναι, καμιά
φορά, δύσκολο, για τον "αθώο" θεατή να μυείται, ουσιαστικά, στο ίδιο του
το βάθος, μέσα από ένα φιλμ. Εκεί, όλες οι απωθημένες φαντασιώσεις των
χαρακτήρων επιστρέφουν βίαια για να κουβαριαστούν και να αναμετρηθούν με την
πραγματικότητα. Μπροστά σε μία τέτοια ενόρμηση-ταμπού, όπως αυτή της
αιμομιξίας, υπάρχουν δύο δρόμοι. Ή να την συνθλίψεις με ένα λοστό, ή να την
προφέρεις. Τα σύμβολα μπορεί να φωτίζουν, να χαστουκίζουν ή να παραβιάζουν.
Σίγουρα, πάντως, λυτρώνουν…
Με αφορμή μια
ανατομία στις σχέσεις γονιού-παιδιού, τα όρια πια τεντώνονται ώστε να μπορέσει
κανείς να καταλάβει το μη συνηθισμένο, την απόκλιση. Σίγουρα, μας βοηθά να
ορίσουμε επακριβώς την ιδιότητα του απέναντι, του διπλανού, αλλά κι εκείνου που
αγκαλιάζει με στοργή και δανείζει την ανάσα του. Στον κόσμο μας, όμως, που οι
δομές δίνουν χώρο σε νέα μορφώματα, όπου τίποτα δεν είναι βέβαιο, τι μπορεί να
ορίσει κανείς; Το όνομα γίνεται κινούμενη άμμος. Πόσο τελικά είναι
προσαρμοστικό ένα σταθερό όνομα ή μία ταμπέλα, στην διαρκώς ρευστή αυτή εποχή;
«Ησύχασε, το
χειρότερο έχει περάσει, αφού το έχεις ήδη ζήσει». Σαν αυτό να κρύβεται πίσω από
το πνιχτό γέλιο της Στρέλλας την ώρα που ξανασυστήνεται με τον Γιώργο. Είχε έρθει η ώρα να πληρώσουν ένα
αμοιβαίο τίμημα για τις ενορμήσεις τους, όπως και τελικά έγινε, σύμφωνα με συνέντευξη
του σκηνοθέτη. Αφού, όπως ακραία αντιτάχθηκε ο καθένας στην κρυμμένη πτυχή της φύσης
του, έτσι ακραία ήταν γραφτό να συμφιλιωθούν μαζί της.
Το ότι το θέμα της
ταινίας, παρά την μεγάλη ιδιαιτερότητα του, αγκαλιάζεται από το κοινό αντί να
το τρομάξει, αποκαλύπτει ίσως τη σκληραγώγησή μας ως προς το να καταλαβαίνουμε τον άλλο στον κόσμο στον οποίο ζούμε. Ίσως
τελικά ο στόχος αυτού του κόσμου δεν είναι η αλλαγή του άλλου αλλά η αποδοχή.
Στην
συγκεκριμένη περίπτωση, η αποδοχή φαίνεται λέξη κλειδί, αφού όταν ενσαρκωθεί ένας αρχέγονος φόβος, φαίνεται πως ο,τι
σου απομένει σε ένα γονιό είναι να εξημερώσει το παιδί του. Να επανορθώσει αγαπώντας το,
αμφίσημα, με όλους τους δυνατούς τρόπους,
χωρίς χαρακτηρισμούς. Αυτός ο πατέρας αντί να χρησιμοποιήσει την ανακριτική λάμπα
προτίμησε να στολίσει το παιδί του με πολύχρωμες ματιές. Η ερωτική σκηνή είχε
την αύρα αποδοχής, κάτι που όντως έγινε στη συνέχεια. Τα σημαίνοντα Κούρος-Κόρη
αληλοδιαπλέκονται, η γεωμετρία τους καθησυχάζει τον πατέρα, επιτρέποντάς του να
σκεφτεί πως ναι, μπορεί ένα σώμα να εμπεριέξει δύο τάσεις και να είναι αυτός ο
τρόπος του να ζει.
Από την, ακόμα ίσως,
πεντάχρονη, Στρέλλα, πηγάζει μια ενέργεια, την οποία το παιδί ψάχνει να εναποθέσει,
όμως για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, οι δύο γονείς λείπουν. Ο πατέρας της
προτιμά να ξεχάσει πως ο θάνατος της γυναίκας του του ξύπνησε έναν ξεχασμένο
εαυτό και του αναβίωσε πρωτόγονα άγχη, όπως εκείνο της ένωσης με το δικό του γονιό. Διχάζεται
μπροστά μπροστά στον καλό πατέρα-εραστή, και τον κακό πατέρα-νόμο. Επιθυμεί να
ενδοβάλλει, κυριολεκτικά, τον καλό πατέρα, σε μια πράξη που μυρίζει πρωτόγονη έλξη.
Η μητέρα της πεθαίνει ξανά και ξανά, αλλά εκείνη τη χρειάζεται, δεν πρόλαβε να
μάθει να ζεί χωρίς να την αντικρύζει, έστω και στον καθρέφτη της. Έτσι, προσπαθεί
να τη δημιουργήσει, παρουσία απαραίτητη στη ζωή της, που της κληρονομεί τον
ανυπέρβλητο ναρκισσισμό.
Στο τέλος, ο
σκηνοθέτης-παιδί μας δανείζει μέσα απο το view-master του την οπτική του, ώστε να γίνουμε μάρτυρες αυτού που μέσα
από δαιδάλους κάθε άνθρωπος επιθυμεί, τη συμφιλίωση με τη φύση του, ασχέτως του
τρόπου με τον οποίο κατέληξε σε αυτή, και της φύσης των άλλων. Ίσως όλα να είναι
τόσο απλά, και εξέλιξη εσωτερική και κοινωνική να μη σημαίνει τίποτε άλλο από
αποδοχή.