Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

La vie d'Adèle (Blue Is The Warmest Colour)

Ο έρωτας, (...) μία υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να ωριμάσει, να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος, να γίνει ο ίδιος ένας κόσμος για χάρη ενός άλλου ανθρώπου. Είναι μεγάλη και φιλόδοξη αυτή η απαίτηση που κάνει όποιον αγαπά έναν εκλεκτό και τον καλεί στο άπειρο.

R.Maria Rilke
Γράμματα σ'ένα νέο ποιητή 

 




Ξεπλένοντας την πορνογραφική λάσπη που έχει λερώσει το φιλμ και επιλέγοντας να παρακάμψει κανείς τη παραφιλολογία που το συνοδεύει, πλησιάζουμε την Αντέλ και μυρίζουμε κάτι από τη γεύση του έρωτα, με τα συναισθητικά φαινόμενα να χορεύουν καθ' όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης. Αν μία ταινία εκπέμπει μυρωδιές που δεν ξεχνάς, τότε σε κάνει να την ερωτευτείς. Μία φιλοσοφική ταινία για το βίωμα της αγάπης , με όλη την αντίφαση που περιλαμβάνει το να βάζεις πλαί πλάι τον έρωτα με τη διανόηση.

Ο έρωτας έχει την αίσθηση του μοιραίου, του πεπρωμένου. Ίσως ο “σκοπός” κάθε σχέσης δεν είναι παρά το μεγάλωμα ενός νέου εαυτού, που έχει πάρει κάτι από όλα τα μέλη της. Ο Le Bon υποστηρίζει πως κάθε ομάδα ή ζευγάρι έχει ένα κοινό ασυνείδητο σκοπό. Ίσως τον έρωτα μπορεί να τον αντέξει μόνο μία παιδική ψυχή, και αυτή μόνο μπορεί να εμπεριέξει το πάθος δύο ανθρώπων. Ίσως τα ζευγάρια γεννούν (ξέχωρα από το πραγματικό τους παιδί, το οποίο μπορεί να υπάρχει ή όχι) ένα φαντασιακό παιδί το οποίο συμπυκνώνει, ασυνείδητα, τον κοινό τους σκοπό, το κοινό τους πεπρωμένο. Για τις δυο τους αυτό το παιδί καθρέφτιζε το μεγάλωμα, και κυρίως το μεγάλωμα της Αντέλ. (βλ. και http://psychografimata.com/12007/to-fantasiako-pedi-tis-agapis/).


Αν σε κάθε σχέση, συνεπώς, δεχτούμε ότι υπάρχει ένα φαντασιακό παιδί, σε αυτή η Αντέλ μονοπώλησε το ρόλο του. Εδώ ο ενδιάμεσος χώρος είναι η ίδια. Ταυτιζόμενη με τις παιδικές, ανήλικες ή ενήλικες ψυχές γύρω της (οι μαθητές της, οι γονείς της), αλλά ταυτόχρονα διαχωρισμένη από αυτές . Και όλα αυτά χωρίς να έχει παρά την ελάχιστη απαιτούμενη επίγνωσή τους. Ζώντας τον εαυτό της, ζώντας το μέσα της. Και αν η αγαπημένη της άλλαξε το χρώμα των μαλλιών της, αποκαλύπτοντας τον τρόπο που η ίδια επιθυμούσε να γεννήσει τον εαυτό της, μέσα από τη γέννηση του παιδιού κάποιας ισχυρής Άλλης, η Αντέλ της χαρίζει απλώς την υγρασία των ματιών της.

Στην αγάπη τέλος δεν υπάρχει. Μόνο χορευτικοί κύκλοι, που κάθε φορά αλλάζει αυτός που είναι στο κέντρο και οι άλλοι χορεύουν γύρω του. Ένα τραπέζι που γύρω του μαζεύονται όλοι, αλλά κάθε φορά ο τύπος του φαγητού υποδεικνύει τη μορφή της. Όμως το να γεύεσαι ,από το να καταβροχθίζεις, διαφέρει. Η Αντέλ δεν καταβροχθίζει. Όταν καταβροχθίζεις επέρχεται βαρύς κορεσμός. Όταν όμως τρως απλά, φυσικά, όσο θες, την ώρα που το θες, ο κορεσμός δεν είναι οριστικός, είναι απλώς κυκλικός. Ο Άλλος σου δίνει ένα κομμάτι του εαυτού του κι εσύ το παίρνεις και το αξιοποιείς. Το ίδιο κάνει κι εκείνος με εσένα. Το μετ-ουσιώνετε και αποβάλλετε μόνο ο,τι οι δυο σας δημιουργήσατε και δεν μπορείτε να αντέξετε.

Η Αντέλ έχει ένα Όνομα, με ιστορία και σημασία. Ζει άνετα μέσα στο όνομά της και προσφέρει αυτή την άνεση σε όποιον το προφέρει. Το όνομά της είναι από τη μία η προβολή που κάνουν οι άλλοι πάνω σε αυτή. Μπορεί να είναι ο ήλιος για την Έμμα, αλλά πραγματικά το σημαίνον του ονόματός της είναι δικαιοσύνη. Κύκλος, ισορροπία δυνάμεων, κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος. Και είναι δίκαιη. Στα μάτια της, ακόμα και οι γονείς δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Είναι εγκλωβισμένοι στα στερεότυπά τους περί οικονομικής ασφάλειας και στο φόβο για το διαφορετικό, αλλά ταυτόχρονα προσφέρουν αγάπη στην Αντέλ και της δίνουν την ελευθερία και τον προσωπικό χώρο του πειραματισμού .

Σκηνοθετικά, αν η ταινία ήταν επιστημονικό άρθρο, η βιβλιογραφία της θα ήταν παραπάνω από πλήρης. Όλα είναι στην εντέλεια τοποθετημένα και μελετημένα, από τους ρυθμούς μέχρι τη μορφή των πλάνων, τις αποχρώσεις της φωτογραφίας και το μπλε που συνδέει στέρεα όσο και ποιητικά τα πλάνα μεταξύ τους. Το σενάριο είναι αφαιρετικό, άρα και υπερβατικό, με αποκορύφωμα μία σκηνή όπου ο πόθος και η συνοδή του απόγνωση πέφτουν στο τραπέζι και είναι ο,τι πιο προκλητικό, όταν οι δυο ηρωίδες αγγίζονται ελάχιστα, σαν μία γαλλική απάντηση-προέκταση στην ατμόσφαιρα του Wong Kar Wai.

Οι περιβόητες ερωτικές σκηνές είναι όμορφες και η μόνη επικρατούσα από τις παρορμήσεις που ξυπνούν είναι να αφήσεις απλώς το ζευγάρι στην ησυχία του και την ιδιωτικότητά του, αφού έχεις καταλάβει ότι είσαι θεατής αυτής της σκηνής κατά λάθος (όλα βέβαια τα κατά λάθος έχουν ένα βαθμό ασυνείδητης πρόθεσης). Κλείνεις λοιπόν την πόρτα πίσω σου, αφού είσαι μάρτυρας μίας πρωταρχικής σκηνής σχεδόν επανορθωτικής, γεμάτης από συναίσθημα. Ο,τι βλέπεις φαίνεται φυσικό και α-ληθινό. Κάτι είναι αληθινό όταν το έχεις βιώσει, ψυχικά. Μετά περνά στη λήθη. Η α-λήθεια όμως της αναβίωσής του το επανασυγκροτεί.

Μία θεματική που συζητείται στο φιλμ είναι η σύμβαση και πώς ορίζεται από τον καθένα. Αν για την Έμμα σύμβαση είναι μία δουλειά όπως της Αντέλ, που είναι δασκάλα, για την Αντέλ σύμβαση είναι να μην ακολουθείς το πάθος σου και να υποκύπτεις στη φιολοδοξία σου που την έχεις ντύσει με ένα εύθραυστο (μέσα στους όρους της αγοράς και της ζήτησης στον καλλιτεχνικό χώρο) περίβλημα δημιουργικότητας.

Επίσης, σε αυτό το φιλμ υπάρχουν δύο σημαντικά επιτεύγματα: Πρώτον, η σχεδόν με θράσος ζωγραφιά στερεοτύπων όπως του καλλιτέχνη, του ομοφυλόφιλου, με ένα έντεχνο μουτζούρωμά τους, κάνοντας έτσι εμφανή, με λεπτότητα, την υπονόμευσή τους. Ακόμα και το μπλε, στερεοτυπικά συνδεδεμένο με την αρσενική ποιότητα, αποκτά εδώ μαλακή και θηλυκή διάσταση. Το δεύτερο γεγονός που σηματοδοτεί η ταινία είναι μία τομή, ίσως, στον τρόπο που κινηματογραφείται το σεξ (δεν έχει τον αυτοσκοπό του 9 songs, την ηδονοβλεπτική ματιά του Larry Clark, την καλλιγραφική” πένα του Ναγκίσα Οσίμα ή την εξιδανίκευση του Μπερτολούτσι). Είναι απλώς το σεξ για τη χαρά του σεξ, χωρίς καμία πρόθεση σκανδάλου, που ίσως θα μπορούσε να οδηγήσει να βλέπει το ευρύ κοινό κάτι σαν αυτό και να μην το θεωρεί “ένοχο”.

Η Έμμα ήταν η θάλασσα που εσώκλεισε τον εκκολαπτόμενο εαυτό της Αντέλ, ασυνείδητη μητρική φιγούρα, συνειδητή αγάπη. Η θάλασσα ανεβαίνει και κατεβαίνει. Η γη όμως είναι πάντα εκεί. Η Αντέλ είναι ένας ολόκληρος, σταθερός στο πυρήνα του και ταυτόχρονα μεταβαλλόμενος άνθρωπος, που αντέχει το μοίρασμα, παίρνει ρίσκα και ευθύνες. Ταυτόχρονα ζει την επιθυμία της στο παρόν, αφού μόνο αυτό υπάρχει και εκείνη μπορεί να δει. Βυθίζεται στην Έμμα και ταυτόχρονα ξεπλένεται από αυτήν.

Και το φιλμ αφήνει τον ήχο ενός περίεργου, μαγικού οργάνου δρόμου, σε φόντο μπλε που έγινε θερμός από τις ανάσες των πρωταγωνιστριών, χωρίς τέλος, μόνο με διαδοχές αναδυόμενων ανθρώπων.



Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Blue Jasmine

Η Jasmine προσγειώνεται στο σπίτι της αδελφής της, μετά από το ταξίδι της στο δικό της Λεωφορείο με το Όνομα “ο Πόθος”. Ξεπεσμένη νεόπλουτη, απατημένη από τον άντρα της που αυτοκτόνησε, στη φυλακή, μετά τη σύλληψή του για οικονομικές εξαπατήσεις προς πολλές κατευθύνσεις, ακόμα και προς την ίδια της την αδερφή. Η Jasmine βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης αλλά παράλληλα διαθέτει άσβεστη τη φιλοδοξία να μην απαρνηθεί τον ακριβό τρόπο ζωής της, ακόμα κι αν χρειαστεί να αλλάξει ταυτότητα -και όνομα-ξανά και ξανά.

Ο μόνος πόθος, η μόνη επιθυμία που διακατέχει την Jasmine, είναι η ύλη. Οι ανάγκες της έχουν συγχωνευτεί με τις επιθυμίες της και έχουν υπερχειλίσει το όριο του εαυτού της. Η ηρωίδα αδυνατεί να αποδεχτεί το ότι μέχρι τώρα ήταν απλώς έρμαιο της ύλης και ότι η επίδρασή της νάρκωσής της στο ζεστό κρεβάτι της πλασματικής ευημερίας έχει πλέον διακοπεί. Κι ο θεατής, αναπόφευκτα, προβάλλει στο σώμα της Jasmine όλες τις ξεπεσμένες (ή μήπως όχι ακόμα;) νεοπλουτίστικες νοοτροπίες των οποίων τα αποτελέσματα βιώνει καθημερινά.



Οι κόμποι που συγκρατούν την πλέξη του φιλμ αφορούν το Όνομα, την έννοια του Ανθρώπου, την Ύλη σε αντιδιαστολή με το Πραγματικό, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η εξάρτηση γίνεται το χρώμα του νήματος που διατρέχει αυτή την πλέξη. Τα ρούχα τόσο της Jasmine όσο και της μικρότερης αδερφής της, δεν πλέχτηκαν από μία “αρκετά καλή” μητέρα. Η μητέρα είχε αρκεστεί να αγοράζει ρούχα ψυχής έτοιμα, για τη μεγαλύτερη κόρη και η μικρότερη να φορά τα αποφόρια της. Και η εξαγορά των ρούχων δε θα μπορούσε παρά να είναι αναγκαίο να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

Ο χορός των ονομάτων και η μανία αυτοπροσδιορισμού που εκδηλώνεται μέσα από τη συνεχή εναλλαγή τους στοιχειώνουν την πρωταγωνίστρια, η οποία βλέπει τα πάντα γύρω της, ακόμα και την αδερφή της, ως άψυχα αντικείμενα, στα οποία δεν μπορεί να δώσει όνομα. Όλα βιώνονται σα να είναι προέκτασή της. Κι αν φαινομενικά η αδερφή της είναι ανθρώπινη και σάρκινη, έχοντας πετάξει την επιθυμία των πανάκριβων ρούχων από πάνω της, επί της ουσίας φοβάται να τολμήσει το να εκφράσει επιθυμία και ζει μέσα από την επιθυμία της αδερφής της. Το μόνο σημείο επαφής των δύο γυναικών είναι η ύλη, το πραγματικό. Τα πράγματα αποτελούν μικρά καθρεφτάκια - ψηφίδες ενός τεράστιου παραμορφωτικού καθρέφτη, που καμπυλώνεται σε μία γυάλινη ασφυκτική μήτρα και τελικά τις πνίγει.

Το σημαίνον εξάρτηση διατρέχει όλο το φιλμ, οι γονείς είναι κλασικά απόντες και αναφέρονται μόνο ως πηγές διάβρωσης. Κανείς δε βρέθηκε να ευνουχίσει “αρκετά καλά” τις δύο αδερφές. Η μία δεν ευνουχίστηκε ποτέ, ενώ η άλλη δεν πρόλαβε να δει τι είναι αυτό το οποίο της έχει στερηθεί από τη γέννησή της. Το να είσαι ένα εξανθρωπισμένο, ευνουχισμένο υποκείμενο, εδώ, αντιμετωπίζεται με τρόμο. Πόσοι συνειρμοί μπορούν να γεννηθούν από αυτή την αφετηρία, σχετικά με μία πτυχή της κρίσης, ενός κράτους που δεν “ευνούχισε” υγιώς τους πολίτες, που δαπανούσαν χρήματα χωρίς όριο και τώρα αναγκάζονται να αντικρίσουν την πραγματικότητα.

Η μόνη προσέγγιση του ανθρώπινου στοιχείου γίνεται μέσα από τη χρήση της άμυνας της διανοητικοποίησης, προς την κατεύθυνση της κλινικής αποστασιοποιημένης μελέτης του ανθρώπινου είδους. Η Jasmine θέλει να γίνει ανθρωπολόγος, όμως είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από το ο,τι μπορεί να σημαίνει “άνθρωπος”.

Το παγκάκι που αγκαλιάζει τη Jasmine, είτε βρίσκεται, όπως εδώ, στο Σαν Φρανσίσκο, είτε στη Νέα Υόρκη, έχει χαραγμένη τη λέξη πάνω του τη λέξη νεύρωση και κάπου εκεί συνηθίζει να κάθεται και ο Woody Allen. Ο συνήθης ψυχαναλυτής του πάρκου, στον οποίο ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται το παραλήρημά των χαρακτήρων. Αποκαλύπτεται η σκληρή, ειρωνική τρυφερότητα με την οποία ο σκηνοθέτης αγκαλιάζει τους ήρωές του, προσδίδοντας τους ανθρώπινη διάσταση με έναν απλό τρόπο: Ενώ είναι προσκολλημένοι στο πραγματικό, ταυτόχρονα συμβολοποιούν, εκφέρουν λόγο (έστω και παρά-λόγο). Το ότι οι θεατές γίνονται ακροατές της ομιλίας τους, εξανθρωπίζει τους χαρακτήρες, και αυτό είναι ο,τι μπορεί να προσφερθεί σε ένα άτομο που έχει χάσει όσα νόμιζε πως χρειαζόταν αλλά ποτέ δεν είχε πραγματικά ανάγκη. 



Διαβάσατε περισσότερο